Pavement distress (ουσιαστικό).
/ˈpeɪvmənt dɪsˈtrɛs/
Pavement distress αναφέρεται σε βλάβες ή προβλήματα που παρατηρούνται σε επιφάνειες οδών ή πεζοδρομίων, όπως ρωγμές, καθιζήσεις ή άλλες παραμορφώσεις που επηρεάζουν την ασφάλεια και την λειτουργικότητα του οδοστρώματος. Χρησιμοποιείται συνήθως σε τεχνικά κείμενα και αναφορές που αφορούν την οδοποιία και τη συντήρηση των δρόμων.
Η χρήση του όρου είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε αναφορές μηχανικών, καθώς και σε ακαδημαϊκές μελέτες που σχετίζονται με τη μηχανική, την κατασκευή και τη συντήρηση των επιφανειών των δρόμων.
Η πόλη διεξάγει μελέτη για την καταπόνηση του οδοστρώματος προκειμένου να βελτιώσει την ασφάλεια των δρόμων.
Pavement distress can lead to accidents if not addressed promptly.
Η καταπόνηση του οδοστρώματος μπορεί να οδηγήσει σε ατυχήματα αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα.
Engineers are assessing the level of pavement distress in the urban areas.
Ο όρος pavement distress δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως σχετικές εκφράσεις που αφορούν στα οδοστρώματα ή σε προβλήματα που σχετίζονται με αυτά μπορεί να υπάρχουν. Ακολουθούν παραδείγματα:
"Όταν βρέχει, η καταπόνηση του οδοστρώματος φαίνεται να γίνεται πιο εμφανής."
"Regular maintenance can prevent pavement distress from worsening."
"Η τακτική συντήρηση μπορεί να αποτρέψει την επιδείνωση της καταπόνησης του οδοστρώματος."
"Ignoring pavement distress will eventually lead to higher repair costs."
Η λέξη "pavement" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pavimentum," που σημαίνει "επίπεδο δάπεδο." Η λέξη "distress" προέρχεται από τη γαλλική "détresse" και τη λατινική "strictus," που σημαίνει "σφίγγω" ή "πιέζω," υποδηλώνοντας πίεση ή καταπόνηση.
Συνώνυμα: - Pavement failure (αποτυχία οδοστρώματος) - Road damage (βλάβη δρόμου)
Αντώνυμα: - Pavement integrity (ακεραιότητα οδοστρώματος) - Pavement stability (σταθερότητα οδοστρώματος)