Το "pay-out" είναι ένα ρήμα και μπορεί να χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό.
/pɛɪ aʊt/
Η λέξη "pay-out" αναφέρεται στην πράξη της καταβολής χρημάτων, ειδικότερα σε σχέση με κέρδη, ή επιστροφή χρημάτων σε επενδυτές ή πελάτες. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ποσά που πληρώνονται σε δόσεις ή σε τυχερά παιχνίδια.
Η χρήση του "pay-out" είναι συχνή σε χρηματοοικονομικά και τυχερά παιχνίδια, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο περισσότερο σε επαγγελματικά και επίσημα κείμενα.
The company announced a significant pay-out to its shareholders.
(Η εταιρεία ανακοίνωσε μια σημαντική πληρωμή στους μετόχους της.)
After the approval, the pay-out was executed within a week.
(Μετά την έγκριση, η αποζημίωση εκτελέστηκε εντός μιας εβδομάδας.)
Every slot machine has a different pay-out percentage.
(Κάθε φρουτάκι έχει διαφορετικό ποσοστό επιστροφής χρημάτων.)
Η λέξη "pay-out" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε οικονομικά και τυχερά παίγνια.
"High pay-out potential."
(Υψηλή πιθανότητα αποδόσεων.)
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι μια επένδυση ή μια επιλογή παιχνιδιού έχει τις δυνατότητες να αποφέρει πολλές αποδόσεις.
"Pay-out ratio."
(Αναλογία αποζημίωσης.)
Αναφέρεται στο ποσοστό των κερδών που επιστρέφονται στους μετόχους ή στους παίκτες.
"Lump sum pay-out."
(Εφάπαξ πληρωμή.)
Χρησιμοποιείται όταν γίνεται μια τεράστια επιταγή ή ποσό χρημάτων σε μία μόνο συναλλαγή, αντί να καταβάλλεται σε δόσεις.
"Pay-out on a winning ticket."
(Επιστροφή χρημάτων σε νικητήριες αποδείξεις.)
Χρησιμοποιείται στα τυχερά παιχνίδια για να υποδείξει την επιστροφή χρημάτων σε αυτούς που κερδίζουν.
Η λέξη "pay-out" προέρχεται από τον συνδυασμό του ρήματος "pay" (πληρώνω) και της λέξης "out" (έξω), υποδηλώνοντας ότι τα χρήματα καταβάλλονται ή βγαίνουν από έναν λογαριασμό ή ταμείο.