Η φράση "paying teller" είναι μια σύνθετη ονοματική φράση.
/pˈeɪɪŋ ˈtɛlər/
Ο όρος "paying teller" αναφέρεται σε έναν υπάλληλο τραπέζης που είναι υπεύθυνος για τις πληρωμές μετρητών, δηλαδή για την διαχείριση των καταθέσεων και την πληρωμή χρημάτων στους πελάτες. Χρησιμοποιείται συχνά σε τραπεζικά πλαίσια και είναι σχετικός με την εργασία σε τράπεζες. Η φράση είναι πιο συχνά παρούσα σε γραπτά κείμενα και επαγγελματικές συνομιλίες.
The paying teller processed my withdrawal quickly.
(Ο ταμίας πληρωμών επεξεργάστηκε γρήγορα την ανάληψή μου.)
I found the paying teller to be very helpful during my visit to the bank.
(Βρήκα τον ταμία πληρωμών πολύ εξυπηρετικό κατά την επίσκεψή μου στην τράπεζα.)
Ο όρος "paying teller" δεν είναι ιδιαίτερα σύνηθες στοιχείο σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετίζεται με επαγγελματικούς όρους που συνδέονται με την τραπεζική όπως:
"the paying teller counted the cash before handing it to me."
(Ο ταμίας πληρωμών μέτρησε τα μετρητά πριν μου τα δώσει.)
"If you have questions, talk to the paying teller."
(Αν έχετε ερωτήσεις, μιλήστε με τον ταμία πληρωμών.)
"The paying teller will assist you with your deposit."
(Ο ταμίας πληρωμών θα σας βοηθήσει με την κατάθεση σας.)
Ο όρος "paying" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "pay" (πληρώνω), και η λέξη "teller" προέρχεται από το παλαιότερο "tell" (να λες, να αναφέρεις), που σημαίνει υπάλληλος που ανακοινώνει ή υπολογίζει, ειδικά σε περιβάλλον τραπεζών.
Συνώνυμα: - Cashier (ταμίας) - Money teller (ταμίας χρημάτων)
Αντώνυμα: - Receiving teller (ταμίας παραλαβής) - Deposit officer (υπάλληλος καταθέσεων)