Το "peak pressure" αποτελεί σύνθετη φράση που λειτουργεί κυρίως ως ουσιαστικό.
/pik ˈprɛʃər/
Ο όρος "peak pressure" αναφέρεται στη μέγιστη πίεση που παρατηρείται σε ένα σύστημα ή σε μια διαδικασία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα, όπως η μηχανική, η φυσική και η ιατρική. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή σε γραπτό λόγο και σε τεχνικά κείμενα, λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Οι μηχανικοί μέτρησαν την κορυφαία πίεση στον σωλήνα για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια.
The peak pressure during the explosion was recorded at 500 psi.
Η κορυφαία πίεση κατά την έκρηξη καταγράφηκε στα 500 psi.
It is important to monitor the peak pressure in the hydraulic system.
Ο όρος "peak pressure" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε τεχνικές αναφορές ή περιγραφές διαδικασιών. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες σχετικές φράσεις:
Όταν ο κινητήρας λειτουργεί σε κορυφαία πίεση, παράγει τη μέγιστη ισχύ.
The machine can handle high peak pressure without failure.
Η μηχανή μπορεί να αντέξει υψηλή κορυφαία πίεση χωρίς αποτυχία.
Adjusting the settings can reduce peak pressure in the system.
Η λέξη "peak" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "pike" που σημαίνει "κορυφή", ενώ η λέξη "pressure" προέρχεται από το λατινικό "pressura", που σημαίνει "πίεση".
Συνώνυμα: - maximum pressure (μέγιστη πίεση) - highest pressure (υψηλότερη πίεση)
Αντώνυμα: - minimum pressure (ελάχιστη πίεση) - low pressure (χαμηλή πίεση)