Υποκείμενο (Noun)
/pɜːrl ˈfɪʃər/
Ο όρος "pearl-fisher" αναφέρεται σε κάποιον που συλλέγει μαργαριτάρια από τις θάλασσες ή τις λίμνες. Αυτή η δραστηριότητα περιλαμβάνει συνήθως τη βύθιση κάτω από το νερό για να αναζητήσει πτυχές που φιλοξενούν μαργαριτάρια. Στη σύγχρονη γλώσσα, η χρήση του όρου μπορεί να είναι περιορισμένη και να εντοπίζεται κυρίως σε ιστορικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.
Η λέξη "pearl-fisher" δεν είναι εξαιρετικά συχνή στην καθημερινή αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται κυρίως σε ειδικούς ή ιστορικούς τομείς. Είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο μαργαροσυλλέκτης βούτηξε βαθιά στον ωκεανό αναζητώντας σπάνια μαργαριτάρια.
Many stories from coastal villages revolve around the adventures of a pearl-fisher.
Ο όρος "pearl-fisher" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες σχετικές έννοιες που σχετίζονται με την αναζήτηση ή την απόκτηση σπανίων και πολύτιμων αντικειμένων:
"Να είσαι μαργαροσυλλέκτης ταλέντου" σημαίνει να αναζητάς ανθρώπους με εξαιρετικές ικανότητες.
"Finding pearls among the rubbish" refers to discovering valuable things in less desirable situations.
Η λέξη "pearl-fisher" αποτελείται από δύο αγγλικές λέξεις: "pearl" (μαργαρίτης) και "fisher" (αλιέας). Η προέλευση του "pearl" μπορεί να ανιχνευθεί στη λατινική λέξη "perla". Ο όρος αναφερόταν παραδοσιακά σε εκείνους που ασχολούνταν με την αλίευση των μαργαριταριών από τα όστρακα.
Συνώνυμα - Oyster diver (βυθιστής στρειδιών) - Shellfish gatherer (συλλέκτης οστρακοειδών)
Αντώνυμα
- land dweller (κατοίκου της ξηράς)
- freshwater fisher (αλιέας γλυκού νερού)