Ο όρος "peat bog" είναι ουσιαστικό.
/piːt bɒɡ/
Το "peat bog" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη μορφή παλαιών και υγρών εδαφών που σχηματίζονται από την αποσύνθεση φυτικών υλικών σε συνθήκες κακής αποστράγγισης. Οι περιοχές αυτές είναι πλούσιες σε τύρφη και συχνά βρίσκονται σε βόρειες χώρες. Η τύρφη χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο και σε εφαρμογές γεωργίας και κηπουρικής. Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο στην επιστημονική και οικολογική γλώσσα και σε γραπτό κείμενο.
Ο βάλτος τύρφης είναι ένα μοναδικό οικοσύστημα που υποστηρίζει διάφορα είδη φυτών και ζώων.
Researchers are studying the effects of climate change on peat bogs.
Οι ερευνητές μελετούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους βάλτους τύρφης.
Peat bogs are important for carbon storage and flood regulation.
Ο όρος "peat bog" δεν είναι κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιον βαθμό στην εξειδικευμένη γλώσσα που σχετίζεται με το οικολογικό και γεωργικό πεδίο. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις που επεξηγούν τη σημασία του "peat bog" σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
Η αποκατάσταση ενός βάλτου τύρφης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη τοπική βιοποικιλότητα.
Conserving peat bogs is crucial for maintaining global carbon cycles.
Η διατήρηση των βάλτων τύρφης είναι κρίσιμη για τη διατήρηση των παγκόσμιων κύκλων του άνθρακα.
A healthy peat bog can act as a natural buffer against pollution.
Ο όρος "peat" προέρχεται από την παλαιά γερμανική λέξη "pēd", που σημαίνει “πικρή γη” (ή γη με νερό), και η λέξη "bog" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bogge", που σημαίνει “οικότοπος” ή “υγρός τόπος”.
Συνώνυμα: - Wetland (υγρότοπος) - Marsh (βαλτοτόπος)
Αντώνυμα: - Dry land (ξηρά) - Desert (έρημος)
Αυτό το σύνολο πληροφοριών αποκαλύπτει τη σημασία και τη χρήση του όρου "peat bog" στην αγγλική γλώσσα, καθώς και την διαχρονική του αξία για το περιβάλλον.