Peccary - ουσιαστικό
/pɛkəˌriː/
Το "peccary" αναφέρεται σε ένα είδος θηλαστικού που ανήκει στην οικογένεια Tayassuidae και είναι αυτόχθονο στην Αμερική. Τα πεκάρι είναι κοπάδια ζώων που θυμίζουν wild pigs και είναι γνωστά για την κοινωνική τους φύση. Χρησιμοποιούνται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με τη βιολογία, την οικολογική έρευνα και την κυνηγητική.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "peccary" χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κείμενα που σχετίζονται με τη φυσιολογία και τη ζωολογία.
Το πεκάρι είναι γνωστό για τη κοινωνική του φύση και τη ζωή του σε ομάδες.
Many ecologists study the peccary as an important species in their habitat.
Πολλοί οικολόγοι μελετούν το πεκάρι ως σημαντικό είδος στον βιότοπό του.
The peccary competes with other animals for food in its environment.
Αυτή η λέξη δεν είναι διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιβάλλοντα ή εκφράσεις που σχετίζονται με την άγρια ζωή ή τη βιολογία.
"Ο ρόλος του πεκαριού στο οικοσύστημα δεν μπορεί να υποτιμηθεί."
"Seeing a peccary in the wild is a memorable experience for many tourists."
"Η θέαση ενός πεκαριού στη φύση είναι μια αξέχαστη εμπειρία για πολλούς τουρίστες."
"Farmers sometimes face challenges when peccaries invade their crops."
Η λέξη "peccary" προέρχεται από τη λατινική λέξη "peccarium", η οποία συνδέεται με την τοπική γλώσσα των Ινδιάνων Tupi στην Αμερική.
Συνώνυμα: - Wild pig - Javelina (σε ορισμένες περιοχές)
Αντώνυμα: - Domestic pig
Αυτή είναι η πλήρης αναλυτική πληροφορία για τον όρο "peccary".