Pectoral quail είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈpɛktərəl kweɪl/
Pectoral quail: Περιοχή που αναφέρεται: "Πεκτόραλ κοτεράκι" ή "Πεκτόραλ ορτύκι" (σημασία: ένα είδος ορτύκι).
Pectoral quail αναφέρεται σε ένα είδος ορτυκιού που ανήκει στην οικογένεια Phasianidae. Αυτές οι μικρές πτηνά, που συναντώνται κυρίως στην Αφρική, είναι γνωστές για τα χαρακτηριστικά τους χρώματα και τον φυσικό τους βιότοπο. Σπάνια συναντώνται σε αστικά περιβάλλοντα και προτιμούν περιοχές με χαμηλή βλάστηση.
Η χρήση του όρου συνήθως εμφανίζεται περισσότερο σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη φυσική ιστορία, τη βιολογία ή τη φαρμακολογία, και λιγότερο στον καθημερινό προφορικό ή γραπτό λόγο.
Το πεκτόραλ κοτεράκι είναι γνωστό για τα ζωντανά χρώματά του.
Researchers have noted the declining population of pectoral quails in their natural habitats.
Η φράση pectoral quail δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις ή στην καθομιλουμένη. Ωστόσο, μπορεί να είναι ενδιαφέρον να αναφερθούν κάποιες παραδείγματα σχετικές με την άγρια ζωή:
Το πεκτόραλ κοτεράκι θεωρείται συχνά σύμβολο της άγριας φύσης στην περιοχή.
Birdwatchers travel far and wide to spot the elusive pectoral quail.
Ο όρος pectoral προέρχεται από τη λατινική λέξη "pectus", που σημαίνει "στήθος", και ο όρος quail προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "queylle" (ορτύκι). Συνδυάζοντας, αναφέρεται σε ένα ορτύκι που συνδέεται με κάποια χαρακτηριστικά ή ικανότητες του στήθους.
Συνώνυμα: Quail (ορτύκι), Bird (πούλι).
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετα, καθώς η λέξη είναι συγκεκριμένη για ένα είδος πουλιού.