Ο όρος "pedestrian safety" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/pəˈdɛstrɪən ˈseɪfti/
Η φράση "pedestrian safety" αναφέρεται στις πρακτικές, τους κανονισμούς και τα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ασφάλειας των πεζών σε δημόσιους χώρους, ιδιαίτερα σε δρόμους και πεζοδρόμια. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια στις μεταφορές και την πολιτική κυκλοφορίας.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αλλά συνήθως εμφανίζεται περισσότερα σε εγκυκλίους, αναφορές και προγράμματα ασφάλειας.
Υπήρξε αύξηση στις καμπάνιες που αποσκοπούν στη βελτίωση της ασφάλειας των πεζών.
Local authorities are implementing new measures to enhance pedestrian safety in busy city areas.
Οι τοπικές αρχές εφαρμόζουν νέα μέτρα για να ενισχύσουν την ασφάλεια των πεζών σε πολυσύχναστες περιοχές της πόλης.
Education programs about pedestrian safety are essential for children.
Ο όρος "pedestrian safety" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη δημόσια ασφάλεια και τη μετακίνηση.
Η προτεραιότητα στην ασφάλεια των πεζών είναι κρίσιμη για τον αστικό σχεδιασμό.
"Many cities are adopting policies that emphasize pedestrian safety."
Πολλές πόλεις υιοθετούν πολιτικές που δίνουν έμφαση στην ασφάλεια των πεζών.
"Pedestrian safety measures can significantly reduce traffic accidents."
Τα μέτρα ασφάλειας πεζών μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα ατυχήματα κυκλοφορίας.
"It's important for drivers to respect pedestrian safety zones."
Η λέξη "pedestrian" προέρχεται από το λατινικό "pedestrianus", που σημαίνει "αυτός που περπατά", και συνδέεται με το "pedis" που σημαίνει "ποδάρι". Ο όρος "safety" προέρχεται από το γαλλικό "sauf", που σημαίνει "ασφαλής", και το λατινικό "salvus", που σημαίνει "υγιής".
Συνώνυμα: - πεζική ασφάλεια - ασφάλεια πεζών
Αντώνυμα: - κινδύνους πεζών - ανασφάλεια πεζών