Pedestrianism είναι ουσιαστικό.
/pɪˈdɛstriənɪzəm/
Pedestrianism αναφέρεται αρχικά στην πρακτική του να περπατά κάποιος, ειδικότερα σε ένα ανταγωνιστικό ή αθλητικό πλαίσιο. Ιστορικά, αυτή η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει διαγωνισμούς περπατήματος, οι οποίοι ήταν δημοφιλείς στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η χρήση της λέξης κυμαίνεται από τα γραπτά κείμενα (ιστορικά ή αθλητικά) έως την καθημερινή ομιλία όταν αναφέρονται σχετικά γεγονότα.
Η πεζοπορία ήταν κάποτε ένα δημοφιλές άθλημα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Many people enjoy pedestrianism as a way to stay fit and socialize.
Η λέξη pedestrianism δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν σχετικές εκφράσεις που υποδηλώνουν διάφορες πτυχές του περπατήματος και της πεζοπορίας:
Η πεζοπορία είναι περισσότερα από απλώς περπάτημα· είναι τρόπος ζωής.
"Embracing pedestrianism allows you to see the world at a different pace."
Η αποδοχή της πεζοπορίας σας επιτρέπει να δείτε τον κόσμο με διαφορετικό ρυθμό.
"In urban areas, pedestrianism has become a preferred mode of transportation."
Η λέξη pedestrianism προέρχεται από το λατινικό "pedester," που σημαίνει "πεζός" ή "σχετικός με την γη," που συνδέεται με το "pes," που σημαίνει "πόδι."
Συνώνυμα: - Walking - Ambulation - Perambulation
Αντώνυμα: - Driving - Flying - Sitting
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη pedestrianism και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.