"Peel away" είναι φράση και χρησιμοποιείται ως ρήμα (verb).
/piːl əˈweɪ/
Η φράση "peel away" σημαίνει να αφαιρείς ή να εκθέτεις στρώματα από κάτι, συνήθως αναφερόμενος σε μυαλογγύπες ή σε στρώματα επιφανείας που αποκαλύπτονται. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που περιγράφουν αν και πώς αποκαλύπτεται κάτι ή πως απομακρύνονται τα εμπόδια. Στη γλώσσα των Αγγλικών, εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
"He began to peel away the layers of paint from the old table."
"Άρχισε να ξεφλουδίζει τα στρώματα μπογιάς από το παλιό τραπέζι."
"As they peeled away the bandage, the wound was revealed."
"Καθώς γυρνούσαν το επίδεσμο, το τραύμα αποκαλύφθηκε."
"The magician peeled away the curtain to reveal the empty stage."
"Ο μάγος ξεφλούδισε την κουρτίνα για να αποκαλύψει τη κενή σκηνή."
Η φράση "peel away" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και αιτίες. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
"Peel away the distractions to focus on your goals."
"Αφαίρεσε τις αποσπάσεις προσοχής για να επικεντρωθείς στους στόχους σου."
"As we peel away the layers of investigation, more truths will be revealed."
"Καθώς ξεφλουδίζουμε τα στρώματα της έρευνας, περισσότερες αλήθειες θα αποκαλυφθούν."
"You need to peel away the fear to uncover your true potential."
"Πρέπει να απομακρύνεις τον φόβο για να ανακαλύψεις το πραγματικό σου δυναμικό."
"Peeling away the past can be painful, but it's necessary for growth."
"Η απομάκρυνση του παρελθόντος μπορεί να είναι επώδυνη, αλλά είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη."
"Let's peel away the superficial issues and get to the root of the problem."
"Ας αφαιρέσουμε τα επιφανειακά προβλήματα και ας πάμε στην ρίζα του προβλήματος."
Η λέξη "peel" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "pīlan", που σημαίνει "ξεφλουδίζω". Η προσθήκη του "away" προσθέτει μια έννοια απομάκρυνσης ή απελευθέρωσης.
Συνώνυμα: - Strip away - Remove - Uncover
Αντώνυμα:
- Apply (εφαρμόζω)
- Envelop (συναρτάω)
- Cover (συγκάλυψη)