Το "peer" είναι ρήμα στην αγγλική γλώσσα.
/pɪər/
Το ρήμα "peer" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στο να κοιτάζει κάποιον ή κάτι με προσοχή ή προσπαθώντας να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Συχνά χρησιμοποιείται στη φράση "to peer at/into/through" για να δείξει την ενέργεια του να κοιτάει κάποιον ή κάτι προσεκτικά. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προφορική γλώσσα, αλλά συναντάται και στη γραπτή.
Το "peer" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
1. Peer pressure
Πίεση από τους ομοίους: Η πίεση που ασκούν οι ομοίοι πάνω σε κάποιον.
2. A peer group
Ομάδα ομοίων: Ένα γκρουπ ατόμων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά.
Και άλλα παραδείγματα:
3. She was feeling the peer pressure to go along with the crowd.
(Ένοιωθε την πίεση από τους ομοίους να ακολουθήσει το πλήθος.)
4. John found solace in his peer group who understood him better than anyone else.
(Ο John βρήκε ηρεμία στην ομάδα ομοίων του που τον κατανόησε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.)
Το ρήμα "peer" προέρχεται από τα μέσα-αγγλικά "pieren", που σημαίνει "να δει κάποιον με προσοχή".
Συνώνυμα: examine, gaze, scrutinize
Αντώνυμα: ignore, disregard