peer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

peer (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "peer" είναι ρήμα στην αγγλική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

/pɪər/

Σημασίες και Χρήσεις

Το ρήμα "peer" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στο να κοιτάζει κάποιον ή κάτι με προσοχή ή προσπαθώντας να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Συχνά χρησιμοποιείται στη φράση "to peer at/into/through" για να δείξει την ενέργεια του να κοιτάει κάποιον ή κάτι προσεκτικά. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προφορική γλώσσα, αλλά συναντάται και στη γραπτή.

Χρόνοι Ρημάτων

Παραδείγματα

  1. He was peering into the darkness trying to see what was there.
    (Κοίταζε προσεκτικά μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να δει τι υπήρχε εκεί.)
  2. The children were peering at the strange insect they found.
    (Τα παιδιά κοίταζαν προσεκτικά το παράξενο έντομο που βρήκαν.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "peer" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: 1. Peer pressure
Πίεση από τους ομοίους: Η πίεση που ασκούν οι ομοίοι πάνω σε κάποιον. 2. A peer group
Ομάδα ομοίων: Ένα γκρουπ ατόμων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά.

Και άλλα παραδείγματα: 3. She was feeling the peer pressure to go along with the crowd.
(Ένοιωθε την πίεση από τους ομοίους να ακολουθήσει το πλήθος.) 4. John found solace in his peer group who understood him better than anyone else.
(Ο John βρήκε ηρεμία στην ομάδα ομοίων του που τον κατανόησε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.)

Ετυμολογία

Το ρήμα "peer" προέρχεται από τα μέσα-αγγλικά "pieren", που σημαίνει "να δει κάποιον με προσοχή".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: examine, gaze, scrutinize
Αντώνυμα: ignore, disregard