Ρήμα (εντολή) ή επίθετο.
/piːvd/
Η λέξη "peeved" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει ένα άτομο που είναι ενοχλημένο ή θυμωμένο για κάτι μικρό ή ενοχλητικό. Είναι μια πιο ανεπίσημη ή καθημερινή λέξη και χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο.
Συχνότητα Χρήσης: Ο πιο συχνός τόνος της λέξης εμφανίζεται στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε λιγότερο επίσημα γραπτά κείμενα.
"Ήταν πραγματικά ενοχλημένη που την άφησαν εκτός της συνάντησης."
"I got peeved when he didn’t call me back."
"Ενοχλήθηκα όταν δεν με κάλεσε πίσω."
"He tends to get peeved over small things."
Η λέξη "peeved" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να βρει εφαρμογή σε πιο καθημερινή γλώσσα:
"Μην ενοχλείσαι για τα μικρά πράγματα."
"She was peeved off when she found out the news."
"Ήταν ενοχλημένη όταν έμαθε τα νέα."
"After the argument, he was still peeved."
Η λέξη "peeved" έχει τις ρίζες της στη λέξη "peevish," η οποία προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "pevi," που σημαίνει "έτοιμος να ενοχληθεί." Η χρήση της έχει εξελιχθεί για να αναφέρεται σε μια κατάσταση του να είναι κάποιος επηρεαμένος από ενοχλήσεις.
Συνώνυμα: - Irritated (ενοχλημένος) - Annoyed (θυμωμένος) - Upset (ταραγμένος)
Αντώνυμα: - Pleased (ευχαριστημένος) - Content (ικανοποιημένος) - Happy (ευτυχισμένος)