peeved - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

peeved (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (εντολή) ή επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/piːvd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "peeved" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει ένα άτομο που είναι ενοχλημένο ή θυμωμένο για κάτι μικρό ή ενοχλητικό. Είναι μια πιο ανεπίσημη ή καθημερινή λέξη και χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο.

Συχνότητα Χρήσης: Ο πιο συχνός τόνος της λέξης εμφανίζεται στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε λιγότερο επίσημα γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "She was really peeved about being left out of the meeting."
  2. "Ήταν πραγματικά ενοχλημένη που την άφησαν εκτός της συνάντησης."

  3. "I got peeved when he didn’t call me back."

  4. "Ενοχλήθηκα όταν δεν με κάλεσε πίσω."

  5. "He tends to get peeved over small things."

  6. "Έχει την τάση να ενοχλείται από μικρά πράγματα."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "peeved" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να βρει εφαρμογή σε πιο καθημερινή γλώσσα:

  1. "Don’t get peeved at the little things."
  2. "Μην ενοχλείσαι για τα μικρά πράγματα."

  3. "She was peeved off when she found out the news."

  4. "Ήταν ενοχλημένη όταν έμαθε τα νέα."

  5. "After the argument, he was still peeved."

  6. "Μετά την αντιπαράθεση, ήταν ακόμα ενοχλημένος."

Ετυμολογία

Η λέξη "peeved" έχει τις ρίζες της στη λέξη "peevish," η οποία προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "pevi," που σημαίνει "έτοιμος να ενοχληθεί." Η χρήση της έχει εξελιχθεί για να αναφέρεται σε μια κατάσταση του να είναι κάποιος επηρεαμένος από ενοχλήσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Irritated (ενοχλημένος) - Annoyed (θυμωμένος) - Upset (ταραγμένος)

Αντώνυμα: - Pleased (ευχαριστημένος) - Content (ικανοποιημένος) - Happy (ευτυχισμένος)



25-07-2024