Η φράση "penetrating cry" αναφέρεται σε μια κραυγή ή ήχο που είναι ισχυρός, έντονος και ικανός να φτάσει μακριά ή να προκαλέσει ισχυρές συναισθηματικές αντιδράσεις. Αυτή η φράση μπορεί να περιγραφεί ως μια κραυγή που "διαπερνά" τη σιωπή ή τον θόρυβο γύρω. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές συναισθηματικών ή σοβαρών καταστάσεων σε λογοτεχνικά έργα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και σε καθημερινό λόγο.
Η φράση δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε λογοτεχνικά ή δραματικά συμφραζόμενα. Συχνά χρησιμοποιείται στην περιγραφή γεγονότων όπου τα συναισθήματα ή η κατάσταση απαιτούν έντονη επικοινωνία.
Η γριά γυναίκα έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή όταν είδε το ατύχημα.
His penetrating cry echoed through the empty hall, drawing everyone’s attention.
Η διαπεραστική κραυγή του αντήχησε μέσα στην άδεια αίθουσα, μαγνητίζοντας την προσοχή όλων.
When the danger approached, a penetrating cry broke the silence of the night.
Η φράση "penetrating cry" δεν είναι συχνά ενσωματωμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μερικές φορές σε συνδυασμό με άλλες λέξεις για να τονίσει την ένταση του ήχου ή του συναισθήματος.
Η διαπεραστική κραυγή του γερακιού σήμανε μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα.
In the midst of chaos, her penetrating cry could be heard above the noise.
Μέσα στο χάος, η διαπεραστική κραυγή της ακούγονταν πάνω από τον θόρυβο.
The penetrating cry of the siren warned the villagers of the incoming storm.
Η διαπεραστική κραυγή της σειρήνας προειδοποίησε τους χωρικούς για την επερχόμενη καταιγίδα.
Amidst the laughter, a penetrating cry of distress interrupted the joy.