penetration speed (φράση)
/ˌpɛn.əˈtreɪ.ʃən spiːd/
Η φράση penetration speed αναφέρεται στην ταχύτητα με την οποία ένα αντικείμενο ή μια δύναμη διεισδύει ή εισέρχεται σε έναν άλλο μέσο, υλικό ή επιφάνεια. Στη γλώσσα των φυσικών επιστημών και της μηχαν engineering, το "penetration speed" είναι συνήθως σημαντικό σε περιπτώσεις όπως η πυροβολία, η σφαίρα που εισέρχεται σε ένα στόχο, ή η ταχύτητα διείσδυσης προϊόντων σε αγορές.
Η χρήση της φράσης είναι περισσότερο συνηθισμένη σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η ταχύτητα διείσδυσης της σφαίρας καθορίζει πόσο βαθιά μπορεί να βλάψει ένα αντικείμενο.
Engineers must calculate the penetration speed when designing safety equipment.
Οι μηχανικοί πρέπει να υπολογίζουν την ταχύτητα διείσδυσης όταν σχεδιάζουν εξοπλισμό ασφαλείας.
The penetration speed of the drill was impressive, making the work much easier.
Η φράση "penetration speed" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορους επιστημονικούς ή τεχνικούς τομείς. Παρακάτω είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη φράση:
Η ταχύτητα διείσδυσης της νέας τεχνολογίας έχει ξεπεράσει τα προηγούμενα μοντέλα.
Understanding penetration speed is key in materials testing for construction.
Η κατανόηση της ταχύτητας διείσδυσης είναι κρίσιμη στην τεστ υλικών για οικοδομές.
His findings on penetration speed could revolutionize the fields of security and defense.
Τα ευρήματά του σχετικά με την ταχύτητα διείσδυσης θα μπορούσαν να επαναστατήσουν τα πεδία της ασφάλειας και της άμυνας.
The researchers are focusing on the penetration speed of different materials under extreme conditions.
Η λέξη "penetration" προέρχεται από το λατινικό "penetratio", που σημαίνει "διείσδυση". Το "speed" προέρχεται από την αγγλική λέξη "speed" που σημαίνει ταχύτητα ή ρυθμό. Η σύνθεση των δύο λέξεων δημιουργεί μια φράση που περιγράφει την ταχύτητα διείσδυσης.
Συνώνυμα: - intrusion rate - entry speed
Αντώνυμα: - withdrawal speed - retraction speed
Η φράση "penetration speed" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, με περιορισμένες ιδιωματικές και καθημερινές χρήσεις.