Penny είναι ουσιαστικό.
/pɛni/
Η λέξη penny αναφέρεται κυρίως σε ένα νομισματοκοπικό νόμισμα που έχει την αξία του ενός σεντ στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Χρησιμοποιείται συχνά ως γενικός όρος για να αναφερθεί σε μικρά χρηματικά ποσά ή για να υποδηλώσει φτηνή αξία. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή και μπορεί να συμβεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
I found a penny on the street today.
Βρήκα ένα πένι στο δρόμο σήμερα.
She saved up her pennies to buy a new book.
Αποθήκευσε τα πένι της για να αγοράσει ένα καινούργιο βιβλίο.
It's not worth a penny!
Δεν αξίζει ούτε ένα πένι!
Η λέξη penny χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:
A penny for your thoughts.
Μία πένι για τις σκέψεις σου.
(Χρησιμοποιείται για να ρωτήσει κάποιος τι σκέφτεται ο άλλος.)
In for a penny, in for a pound.
Αν για ένα πένι, τότε για ένα κιλό.
(Ως ένδειξη ότι αν εμπλακείς σε κάτι, θα πρέπει να συνεχίσεις πλήρως.)
Penny wise, pound foolish.
Πολύ προσεκτικός με τα πένι, αλλά ανόητος με τα βαρέλια.
(Αναφέρεται σε κάποιον που είναι προσεκτικός με μικρά ποσά χρημάτων, αλλά σπαταλάει μεγαλύτερα.)
A penny saved is a penny earned.
Ένα πένι που σώζεται είναι ένα πένι που κερδίζεται.
(Υπογραμμίζει τη σημασία της αποθήκευσης χρημάτων.)
Penny dreadful.
Πένι τρομακτικό.
(Αναφέρεται σε φτηνές σειρές μυθιστορημάτων ή εφημερίδων.)
Η λέξη penny προέρχεται από τη παλαιά αγγλική λέξη "pening" που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τα μικρά νομίσματα στην Αγγλία. Η χρήση της χρονολογείται από τη γερμανική γλώσσα και συνδέεται με την εξέλιξη των νομισμάτων στη Μεσαία και Σύγχρονη εποχή.
Συνώνυμα: - Cent - Nickel (αν και έχει διαφορετική αξία, χρησιμοποιείται για την περιγραφή χρημάτων)
Αντώνυμα: - Fortune (τύχη, μεγάλη ποσότητα χρημάτων) - Wealth (πλούτος)
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες!