Το “penny gaff” είναι ουσιαστικό.
/pɛni ɡæf/
Ο όρος “penny gaff” αναφέρεται σε φτωχά θέατρα ή χώρους ψυχαγωγίας, συνήθως που είχαν χαμηλό εισιτήριο (ένα πένυ). Αυτοί οι χώροι προσέφεραν θεάματα όπως μονομαχίες, κωμικές παραστάσεις και άλλες μορφές θεάματος, συχνά με δραματικές ή υπερβολικές επιδείξεις. Ο όρος έχει τις ρίζες του στον 19ο αιώνα στην Αγγλία και συχνά συνδέεται με σκανδαλώδεις και μη παραδοσιακές μορφές θεάτρου. Σε σχέση με τη χρήση, είναι περισσότερο αρθρωμένος στο ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο παρά στη σύγχρονη γλώσσα.
Το τοπικό πένυ γκάφ φιλοξένησε μια καταπληκτική παράσταση χτες βράδυ.
Many people would gather at the penny gaff to watch the latest shows.
Πολλοί άνθρωποι μαζεύονταν στο πένυ γκάφ για να παρακολουθήσουν τις τελευταίες παραστάσεις.
In the 1800s, a penny gaff could be found on every corner of the street.
Ο όρος “penny gaff” δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συσχετιστεί με ιδέες γύρω από “φθηνές ψυχαγωγίες” ή “ανεπίσημα θεάματα”.
Η παράσταση ήταν πραγματικό πένυ γκάφ, γεμάτο από προκλητικά κόλπα.
He described the event as a penny gaff of entertainment, lacking any real substance.
Περιέγραψε το γεγονός ως πένυ γκάφ ψυχαγωγίας, χωρίς καμία πραγματική ουσία.
Visiting a penny gaff was a part of the town’s cultural heritage.
Η λέξη “penny” αναφέρεται στη χαμηλή τιμή των εισιτηρίων (ένας πένυ) και “gaff” προέρχεται από το γηπεδικό ή κωμικό χώρο. Οι “penny gaffs” αναπτύχθηκαν ως η προσιτή μορφή ψυχαγωγίας για τις λαϊκές τάξεις τον 19ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Cheap theater (φθηνό θέατρο) - Variety show (ποικιλόμορφη παράσταση)
Αντώνυμα: - Grand theater (μεγάλο θέατρο) - Highbrow entertainment (ποιοτική ψυχαγωγία)