Όρος: Noun (ουσιαστικό)
IPA: /ˌpɛptəˈniːmiə/
Η "peptonemia" αναφέρεται στην παρουσία πεπτονών (σπασμένων πρωτεϊνών) στο αίμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υπερβολική διάσπαση των πρωτεϊνών στο σώμα, συχνά λόγω διαταραχών του μεταβολισμού.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και βιολογικά συμφραζόμενα. Συχνότητα χρήσης: Κύρια σε γραπτό λόγο, ιδίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα.
"Ο γιατρός επιβεβαίωσε τη διάγνωση της πεπτοναιμίας αφού εξέτασε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος."
"An increase in peptonemia can indicate severe protein breakdown in the body."
"Μια αύξηση της πεπτοναιμίας μπορεί να υποδηλώνει σοβαρή διάσπαση πρωτεϊνών στο σώμα."
"Monitoring peptonemia levels is critical in patients with liver dysfunction."
Η λέξη "peptonemia" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι εξειδικευμένος ιατρικός όρος. Ωστόσο, μπορεί να αναγνωστεί σε κείμενα που ασχολούνται με υγειονομικά ζητήματα, βιοχημεία και κλινικές εξετάσεις.
Η λέξη "peptonemia" αποτελείται από το ελληνικό επίθετο "pepton" που σημαίνει "πεπτόνες", δηλαδή σπασμένες πρωτεΐνες, και το "emia" που σημαίνει "στο αίμα".
Συνώνυμα: None widely recognized in common practice; context-specific terms such as "hyperpeptoneemia" may exist in nuanced contexts.
Αντώνυμα: There are no direct antonyms, but a related term could be "normal protein levels" in a clinical context.
Η πεπτοναιμία είναι ένας εξειδικευμένος ιατρικός όρος που σχετίζεται με την περιεκτικότητα του αίματος σε πεπτόνες και χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα.