Το "percentage change" είναι ένα ουσιαστικό, που αναφέρεται στην αλλαγή που εκφράζεται ως ποσοστό.
/pəˈsɛntɪdʒ ʧeɪndʒ/
Το "percentage change" αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ μιας αρχικής και μιας τελικής τιμής, εκφρασμένη ως ποσοστό της αρχικής τιμής. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε οικονομικά κείμενα όσο και σε στατιστικές αναλύσεις για να προσδιορίσει την αλλαγή σε τιμές, ποσότητες ή άλλους μετρήσιμους δείκτες. Στον οικονομικό τομέα είναι συχνά απαραίτητο για την ανάλυση επενδύσεων και εσόδων.
Η ποσοστιαία αλλαγή στα έσοδα ήταν εκπληκτική.
We need to calculate the percentage change to understand our growth.
Πρέπει να υπολογίσουμε την ποσοστιαία αλλαγή για να κατανοήσουμε την ανάπτυξή μας.
The percentage change in population indicates a trend.
Αν και το "percentage change" δεν είναι μέρος πολλών συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα οικονομικά ή στατιστικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές ενδεικτικές προτάσεις:
Η εταιρεία ανέφερε μια σημαντική ποσοστιαία αλλαγή σε σύγκριση με τα στοιχεία της περσινής χρονιάς.
"A positive percentage change in sales can indicate effective marketing strategies."
Μια θετική ποσοστιαία αλλαγή στις πωλήσεις μπορεί να υποδεικνύει αποτελεσματικές στρατηγικές μάρκετινγκ.
"Understanding percentage changes is crucial for making informed financial decisions."
Η κατανόηση των ποσοστιαίων αλλαγών είναι κρίσιμη για τη λήψη ενημερωμένων χρηματοοικονομικών αποφάσεων.
"The analyst highlighted a concerning percentage change in consumer behavior."
Ο αναλυτής επισήμανε μια ανησυχητική ποσοστιαία αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών.
"The percentage change in the stock market can influence investor confidence."
Η λέξη "percentage" προέρχεται από το λατινικό "per centum", το οποίο σημαίνει "ανά εκατό". Η λέξη "change" έχει γερμανικές ρίζες, προερχόμενη από την παλαιά αγγλική λέξη "cengan", που σημαίνει "να γίνει κάτι διαφορετικό".
Αυτή η ανάλυση του "percentage change" αναδεικνύει την σημασία και τον ρόλο του στην καθημερινή γλώσσα, ειδικά σε οικονομικά και στατιστικά συμφραζόμενα.