perform - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

perform (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "perform" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

/ pərˈfɔːrm /

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "perform" σημαίνει να εκτελείς κάποια δραστηριότητα ή εργασία, συνήθως στο πλαίσιο μιας παράστασης ή μιας συγκεκριμένης ενέργειας. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγγλική γλώσσα όταν αναφερόμαστε σε καλλιτεχνικές επιδόσεις, εκτελέσεις έργων ή εκτέλεση καθηκόντων.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης "perform" είναι υψηλή, με περισσότερες αναφορές στον γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα τέχνης ή εκπαίδευσης.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. The dancers will perform a new routine at the festival.
  2. Οι χορευτές θα εκτελέσουν μια νέα ρουτίνα στο φεστιβάλ.

  3. He was asked to perform her favorite song at the concert.

  4. Του ζητήθηκε να εκτελέσει το αγαπημένο της τραγούδι στη συναυλία.

  5. The team must perform well to win the championship.

  6. Η ομάδα πρέπει να εκτελέσει καλά για να κερδίσει το πρωτάθλημα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

  1. Perform at your best - Εκτελώ στο καλύτερό μου
  2. Every athlete strives to perform at their best during competitions.

    • Κάθε αθλητής προσπαθεί να εκτελέσει στο καλύτερό του κατά τη διάρκεια των αγώνων.
  3. Perform under pressure - Εκτελώ υπό πίεση

  4. The musician had to perform under pressure during the live show.

    • Ο μουσικός έπρεπε να εκτελέσει υπό πίεση κατά τη διάρκεια της ζωντανής εκπομπής.
  5. Perform a balancing act - Εκτελώ μια πράξη ισορροπίας

  6. She has to perform a balancing act between work and family life.

    • Πρέπει να εκτελεί μια πράξη ισορροπίας μεταξύ δουλειάς και οικογενειακής ζωής.
  7. Perform a magic trick - Εκτελώ ένα μαγικό κόλπο

  8. He can perform a magic trick that leaves everyone amazed.

    • Μπορεί να εκτελέσει ένα μαγικό κόλπο που αφήνει όλους εντυπωσιασμένους.
  9. Perform surgery - Εκτελώ χειρουργείο

  10. The doctor will perform surgery to correct the defect.
    • Ο γιατρός θα εκτελέσει χειρουργείο για να διορθώσει την ανωμαλία.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "perform" προέρχεται από το μεσαία αγγλικά "performen", που προέρχεται από το λατινικό "performare", το οποίο σημαίνει "να ολοκληρώσεις" ή "να εκτελέσεις". Η ρίζα του "formare" σημαίνει "να σχηματίσεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - execute (εκτελώ) - act (δρά) - carry out (πραγματοποιώ)

Αντώνυμα: - neglect (παραμελώ) - fail (αποτυγχάνω) - withdraw (αποσύρομαι)



25-07-2024