Το "perform" είναι ρήμα.
/ pərˈfɔːrm /
Η λέξη "perform" σημαίνει να εκτελείς κάποια δραστηριότητα ή εργασία, συνήθως στο πλαίσιο μιας παράστασης ή μιας συγκεκριμένης ενέργειας. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγγλική γλώσσα όταν αναφερόμαστε σε καλλιτεχνικές επιδόσεις, εκτελέσεις έργων ή εκτέλεση καθηκόντων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "perform" είναι υψηλή, με περισσότερες αναφορές στον γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα τέχνης ή εκπαίδευσης.
Οι χορευτές θα εκτελέσουν μια νέα ρουτίνα στο φεστιβάλ.
He was asked to perform her favorite song at the concert.
Του ζητήθηκε να εκτελέσει το αγαπημένο της τραγούδι στη συναυλία.
The team must perform well to win the championship.
Every athlete strives to perform at their best during competitions.
Perform under pressure - Εκτελώ υπό πίεση
The musician had to perform under pressure during the live show.
Perform a balancing act - Εκτελώ μια πράξη ισορροπίας
She has to perform a balancing act between work and family life.
Perform a magic trick - Εκτελώ ένα μαγικό κόλπο
He can perform a magic trick that leaves everyone amazed.
Perform surgery - Εκτελώ χειρουργείο
Η λέξη "perform" προέρχεται από το μεσαία αγγλικά "performen", που προέρχεται από το λατινικό "performare", το οποίο σημαίνει "να ολοκληρώσεις" ή "να εκτελέσεις". Η ρίζα του "formare" σημαίνει "να σχηματίσεις".
Συνώνυμα: - execute (εκτελώ) - act (δρά) - carry out (πραγματοποιώ)
Αντώνυμα: - neglect (παραμελώ) - fail (αποτυγχάνω) - withdraw (αποσύρομαι)