Το "perfumed handkerchief" είναι ένα ουσιαστικό φράση.
/ˈpɜːrfjuːmd ˈhæŋkərʧɪf/
Το "perfumed handkerchief" αναφέρεται σε ένα μαντήλι που έχει υποστεί επεξεργασία με άρωμα ή έχει εμποτιστεί με ευχάριστη μυρωδιά. Χρησιμοποιείται συχνά ως αξεσουάρ ή ως μέσο για να καλύψει τη μύτη ή το στόμα σε περίπτωση που κάποιος φταρνίζεται ή βήχει. Επιπλέον, μπορεί να έχει και έναν ρομαντικό ή κομψό χαρακτήρα, ιδιαίτερα σε παλαιότερες εποχές.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση αυτή δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά, αλλά μπορεί να έχει μια πιο συχνή παρουσία σε γραπτό ύφος ή σε λογοτεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Αυτή κρατούσε ένα αρωματισμένο μαντήλι στην τσάντα της.
The gentleman offered her a perfumed handkerchief when she sneezed.
Ο κύριος της πρόσφερε ένα αρωματισμένο μαντήλι όταν αυτή φτέρνισε.
He keeps a perfumed handkerchief on his desk for special occasions.
Η φράση "perfumed handkerchief" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις ή να χρησιμοποιηθεί στην περιγραφή κομψότητας ή ρομαντισμού.
Αυτή σήκωσε το αρωματισμένο μαντήλι της ως ένδειξη αποχαιρετισμού.
In the Victorian era, a perfumed handkerchief was a symbol of refinement.
Στη Βικτωριανή εποχή, ένα αρωματισμένο μαντήλι ήταν σύμβολο εκλέπτυνσης.
He tucked a perfumed handkerchief into his tuxedo pocket for the gala.
Η λέξη "perfumed" προέρχεται από το συνοδευτικό ρήμα "perfume", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "perfumare" που σημαίνει "να περάσεις το καπνό" (δηλαδή μέσα από τη διαδικασία αρωματισμού). Η λέξη "handkerchief" προέρχεται από την αγγλική φράση "hand" (χέρι) και "kerchief" (μάντηλο), που προέρχεται από τη γαλλική λέξη "couvre-chef", που αρχικά σήμαινε "κάλυμμα κεφαλής".
Συνώνυμα: - Αρωματισμένο μαντήλι - Κομψό μαντήλι
Αντώνυμα: - Αδιαφοροποίητο μαντήλι - Κανονικό μαντήλι (χωρίς άρωμα)
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες!