Pericambium: ουσιαστικό
/ˌpɛrɪˈkæmbiəm/
Pericambium αναφέρεται σε μια ανατομική δομή που βρίσκεται στα φυτά, η οποία είναι υπεύθυνη για την παροχή υποστήριξης. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως στη βοτανική και είναι διεθνώς αναγνωρισμένος. Στη γλώσσα των βιολογικών και φυτολογικών επιστημών, η χρήση του pericambium δεν είναι πολύ συχνή στην καθημερινή ομιλία, αλλά είναι πιο κοινή στα γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικές μελέτες και βιβλία.
The pericambium plays a crucial role in the structural integrity of certain plants.
Το περικάμβιο παίζει κρίσιμο ρόλο στην δομική ακεραιότητα ορισμένων φυτών.
Botanists study the pericambium to understand how plants grow.
Οι βοτανολόγοι μελετούν το περικάμβιο για να κατανοήσουν πώς αναπτύσσονται τα φυτά.
Research on the pericambium has led to new insights in plant biology.
Η έρευνα σχετικά με το περικάμβιο έχει οδηγήσει σε νέες γνώσεις στη φυτολογία.
Ως επιστημονικός όρος, το "pericambium" δεν χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις ή καθημερινές φράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλους όρους στον τομέα της βοτανικής για περιγραφές:
"The pericambium and vascular bundles work together to support the plant."
Το περικάμβιο και οι αγγειακοί δέσμες συνεργάζονται για να υποστηρίξουν το φυτό.
"Without a healthy pericambium, a plant cannot maintain its shape."
Χωρίς ένα υγιές περικάμβιο, ένα φυτό δεν μπορεί να διατηρήσει το σχήμα του.
"Studies on the pericambium and its interactions are essential for plant genetics."
Μελέτες για το περικάμβιο και τις αλληλεπιδράσεις του είναι απαραίτητες για τη φυτική γενετική.
Η λέξη "pericambium" προέρχεται από το ελληνικό "peri" (περί, γύρω) και "cambium", που σημαίνει "εναλλαγή". Το cambium συνδέεται με την έννοια της ανάπτυξης και αλλαγής στους φυτικούς ιστούς.
Συνώνυμα: - pericambium
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για το pericambium, καθώς είναι ένας εξειδικευμένος επιστημονικός όρος.
Βασικά, το pericambium είναι ένα κομμάτι του φυτικού ιστού που έχει εξειδικευμένες λειτουργίες και δεν έχει ευρέως χρησιμοποιούμενες αντιθέσεις στη γλώσσα.