Το "peripheric pulse" είναι σύνθετη φράση, όπου "peripheric" είναι επίθετο και "pulse" είναι ουσιαστικό.
/perɪˈfɛrɪk pʌls/
"Peripheric pulse" αναφέρεται στον σφυγμό που μπορεί να ανιχνευθεί σε περιφερειακά αγγεία του σώματος, όπως οι αρτηρίες στους καρπούς, τους αστραγάλους ή τα χέρια. Χρησιμοποιείται συνήθως στην ιατρική για την εκτίμηση της κυκλοφορίας του αίματος και της γενικής υγείας ενός ατόμου. Είναι μια φράση που χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά έχει επίσης εφαρμογές σε γραπτά ιατρικά κείμενα.
The doctor checked the peripheric pulse to assess blood circulation.
Ο γιατρός έλεγξε τον περιφερειακό σφυγμό για να εκτιμήσει την κυκλοφορία του αίματος.
A weak peripheric pulse can indicate potential health issues.
Ένας αδύναμος περιφερειακός σφυγμός μπορεί να υποδηλώνει πιθανά προβλήματα υγείας.
Monitoring the peripheric pulse is important for patients with heart conditions.
Η παρακολούθηση του περιφερειακού σφυγμού είναι σημαντική για ασθενείς με καρδιοπάθειες.
Παρόλο που η φράση "peripheric pulse" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ακολουθούν παραδείγματα σχετικά με την έννοια του σφυγμού:
You can feel the peripheric pulse in your wrist when you're relaxed.
Μπορείτε να νιώσετε τον περιφερειακό σφυγμό στον καρπό σας όταν είστε χαλαροί.
During exercise, the peripheric pulse strengthens as blood flows to the limbs.
Κατά τη διάρκεια της άσκησης, ο περιφερειακός σφυγμός ενισχύεται καθώς το αίμα ρέει προς τα άκρα.
Η λέξη "peripheric" προέρχεται από το ελληνικό "περί" (περίμετρος) και το "ferō" (μεταφέρω), που σημαίνει "φέρνω ή μεταφέρω γύρω". Η λέξη "pulse" προέρχεται από το λατινικό "pulsus", που σημαίνει "κτύπημα" ή "παλμός".
Συνώνυμα: - Peripheral pulse - Radial pulse (σε συγκεκριμένα contexts)
Αντώνυμα: - Central pulse (αναφέρεται στον σφυγμό που αντανακλά τη λειτουργία της καρδιάς και των κεντρικών αρτηριών)