Ο όρος "peripheric vessel" είναι ουσιαστικό.
/ˌpɛrɪˈfɛrɪk ˈvɛsəl/
Ο όρος "peripheric vessel" αναφέρεται σε αγγεία του κυκλοφορικού συστήματος που βρίσκονται στα περιφερειακά μέρη του σώματος, όπως τα χέρια και τα πόδια, σε αντίθεση με τα κεντρικά αγγεία, όπως αυτά που βρίσκονται στον κορμό. Αυτά τα αγγεία είναι υπεύθυνα για τη μεταφορά του αίματος από και προς την καρδιά στην περιφέρεια του σώματος.
Η χρήση του όρου είναι συχνά ιατρική, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης και αναφορών για τη φυσιολογία και την ανατομία του κυκλοφορικού συστήματος. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, σε κείμενα που σχετίζονται με τη ιατρική και τη βιολογία.
"Ο γιατρός εξέτασε το περιφερικό αγγείο για σημάδια απόφραξης."
"Inadequate blood flow in the peripheric vessels can lead to serious health issues."
"Η ανεπαρκής ροή αίματος στα περιφερικά αγγεία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας."
"Peripheral vascular disease affects the peripheric vessels, impacting circulation."
Ο όρος "peripheric" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με την έννοια του "peripheral" σε γενικές περιπτώσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν σημειώσεις σχετικά με την περιφέρεια:
"Είναι απλά περιφερικό στη κύρια συζήτησή μας."
"She has a peripheral understanding of the topic."
"Έχει μια περιφερική κατανόηση του θέματος."
"We need to address the peripheral issues before we move on."
Συνώνυμα: - Peripheral artery - Peripheral vein
Αντώνυμα: - Central vessel - Core artery