permissible level - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

permissible level (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Permissible level είναι φράση που λειτουργεί ως επίθετο + ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ pərˈmɪsəbl ˈlɛvəl /

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "permissible level" αναφέρεται σε ένα επίπεδο που επιτρέπεται από κανόνες, κανονισμούς ή συμφωνίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή τεχνικά πλαίσια, όπως στην επιστήμη, τη διαχείριση περιβάλλοντος ή τη λήψη αποφάσεων όπου υπάρχουν πρότυπα ή κατώφλια που πρέπει να τηρούνται.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση συναντάται σε επίσημα γραπτά κείμενα και σε επαγγελματικές συζητήσεις.

Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο (π.χ., εκθέσεις, συμβάσεις, κανονισμούς), αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σχετικές με το κανονιστικό πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The permissible level of emissions has been set by the government.
  2. Το επιτρεπτό επίπεδο εκπομπών έχει οριστεί από την κυβέρνηση.

  3. We must ensure that the permissible level of noise is not exceeded in the residential area.

  4. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το επιτρεπτό επίπεδο θορύβου δεν θα ξεπεραστεί στην κατοικημένη περιοχή.

  5. The factory was fined for exceeding the permissible level of pollutants.

  6. Το εργοστάσιο επιβλήθηκε πρόστιμο για την υπέρβαση του επιτρεπτού επιπέδου ρύπων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "permissible level" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές φράσεις καθώς σχετίζεται με όρους κανονιστικής συμμόρφωσης.

  1. “We need to stay within the permissible level of resources.”
  2. "Πρέπει να παραμείνουμε εντός του επιτρεπτού επιπέδου πόρων."

  3. “The study indicated a permissible level for chemical usage.”

  4. "Η μελέτη υπεδείγνυε ένα επιτρεπτό επίπεδο χρήσης χημικών."

  5. “A decrease in the permissible level could affect many projects.”

  6. "Η μείωση του επιτρεπτού επιπέδου θα μπορούσε να επηρεάσει πολλά έργα."

Ετυμολογία

Η λέξη "permissible" προέρχεται από το λατινικό "permissibilis", που σημαίνει "που επιτρέπεται". Το "level" προέρχεται από τη μεσαία Αγγλική λέξη "level", που περιγράφει μια οριζόντια ή ίση επιφάνεια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Acceptable level - Allowed level - Authorized level

Αντώνυμα: - Prohibited level - Unacceptable level - Forbidden level



25-07-2024