Permissible level είναι φράση που λειτουργεί ως επίθετο + ουσιαστικό.
/ pərˈmɪsəbl ˈlɛvəl /
Η φράση "permissible level" αναφέρεται σε ένα επίπεδο που επιτρέπεται από κανόνες, κανονισμούς ή συμφωνίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή τεχνικά πλαίσια, όπως στην επιστήμη, τη διαχείριση περιβάλλοντος ή τη λήψη αποφάσεων όπου υπάρχουν πρότυπα ή κατώφλια που πρέπει να τηρούνται.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση συναντάται σε επίσημα γραπτά κείμενα και σε επαγγελματικές συζητήσεις.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο (π.χ., εκθέσεις, συμβάσεις, κανονισμούς), αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σχετικές με το κανονιστικό πλαίσιο.
Το επιτρεπτό επίπεδο εκπομπών έχει οριστεί από την κυβέρνηση.
We must ensure that the permissible level of noise is not exceeded in the residential area.
Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το επιτρεπτό επίπεδο θορύβου δεν θα ξεπεραστεί στην κατοικημένη περιοχή.
The factory was fined for exceeding the permissible level of pollutants.
Η φράση "permissible level" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές φράσεις καθώς σχετίζεται με όρους κανονιστικής συμμόρφωσης.
"Πρέπει να παραμείνουμε εντός του επιτρεπτού επιπέδου πόρων."
“The study indicated a permissible level for chemical usage.”
"Η μελέτη υπεδείγνυε ένα επιτρεπτό επίπεδο χρήσης χημικών."
“A decrease in the permissible level could affect many projects.”
Η λέξη "permissible" προέρχεται από το λατινικό "permissibilis", που σημαίνει "που επιτρέπεται". Το "level" προέρχεται από τη μεσαία Αγγλική λέξη "level", που περιγράφει μια οριζόντια ή ίση επιφάνεια.
Συνώνυμα: - Acceptable level - Allowed level - Authorized level
Αντώνυμα: - Prohibited level - Unacceptable level - Forbidden level