permissive provision (ουσιαστικό)
/ pərˈmɪsɪv prəˈvɪʒən /
Η φράση "permissive provision" αναφέρεται σε μια αναφορά ή διάταξη σε νομικό ή κανονιστικό κείμενο που επιτρέπει ή διευκολύνει την εκτέλεση ορισμένων ενεργειών ή τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων, χωρίς να επιβάλλει περιορισμούς. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά έγγραφα, κανονισμούς ή συμφωνίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικές ή διοικητικές διαδικασίες.
Το συμβόλαιο περιλάμβανε μια επιτρεπτική διάταξη που επέτρεπε τροποποιήσεις στην έκταση του έργου.
Many bylaws have permissive provisions to adapt to unforeseen circumstances.
Πολλοί κανονισμοί έχουν επιτρεπτικές διατάξεις για να προσαρμοστούν σε απρόβλεπτες περιστάσεις.
The permissive provision in the law facilitates economic development initiatives.
Η φράση "permissive provision" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις που μπορεί να ενταχθούν σε νομικά ή κανονιστικά πλαίσια.
"Σύμφωνα με την επιτρεπτική διάταξη του νόμου, το συμβούλιο μπορεί να χορηγεί εξαιρέσεις."
"The permissive provision in the agreement was crucial for negotiating terms."
"Η επιτρεπτική διάταξη στη συμφωνία ήταν καθοριστική για τη διαπραγμάτευση όρων."
"Due to a permissive provision, they could adjust their funding requirements."
Οι λέξεις "permissive" και "provision" προέρχονται από τα λατινικά. "Permissive" προέρχεται από το "permissus," που σημαίνει "να επιτρέπεται," και "provision" προέρχεται από το "providere," που σημαίνει "να προμηθεύω" ή "να παρέχω."
Ελπίζω οι παραπάνω πληροφορίες να είναι χρήσιμες!