Ρήμα
/pərˈpɛtʃuˌeɪt/
Η λέξη "perpetuate" σημαίνει να κάνεις κάτι να διαρκεί για πάντα ή για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη της διατήρησης ή της συνέχισης ενός γεγονότος, μιας παράδοσης ή μιας κατάστασης που διαφορετικά θα μπορούσαν να ξεχαστούν ή να εξασθενίσουν. Αν και η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό πλαίσιο, συνήθως εμφανίζεται πιο συχνά σε ακαδημαϊκά ή επίσημα γραπτά.
We must find a way to perpetuate our cultural heritage for future generations.
(Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να διαιωνίσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές.)
By telling stories, we can perpetuate the memory of our ancestors.
(Με το να λέμε ιστορίες, μπορούμε να διατηρήσουμε τη μνήμη των προπατόρων μας.)
Many companies aim to perpetuate their brand image through advertising.
(Πολλές εταιρείες στοχεύουν να συνεχίζουν την εικόνα της μάρκας τους μέσω της διαφήμισης.)
Η λέξη "perpetuate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις. Ωστόσο, είναι κοινό να τη συναντάμε σε φράσεις και κλειδιά σχετικά με τη διατήρηση και τη συνέχιση. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "perpetuate":
Perpetuate a cycle - The school aims to break the cycle of poverty and not perpetuate it.
(Το σχολείο στοχεύει να σπάσει τον κύκλο της φτώχειας και όχι να τον διαιωνίσει.)
Perpetuate a myth - Allowing misinformation to spread can perpetuate a myth that is not true.
(Η επιτρέποντας τη διάδοση παραπληροφόρησης μπορεί να συνεχίσει έναν μύθο που δεν είναι αληθινός.)
Perpetuate inequality - Policies that favor the wealthy only serve to perpetuate inequality in society.
(Οι πολιτικές που ευνοούν τους πλούσιους μόνο να διαιωνίζουν την ανισότητα στην κοινωνία.)
Η λέξη "perpetuate" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "perpetuare", το οποίο σημαίνει "κρατώ διαρκώς" (per- και a terminus -τέρμα). Στη χρήση της λατινικής, το "perpetuus" σημαίνει "μεγαλύτερος", "καλύτερος" ή "για πάντα".
Συνώνυμα: - διαιωνίζω - διατηρώ - συνεχίζω
Αντώνυμα: - σταματώ - λησμονώ - διαγράφω