Perplexity είναι ουσιαστικό.
/ pərˈplɛksɪti /
Η λέξη perplexity αναφέρεται σε μια κατάσταση αμηχανίας ή σύγχυσης, όπου κάποιος δεν κατανοεί κάτι ή είναι μπλεγμένος σε ένα περίπλοκο ζήτημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που απαιτούν σκέψη, αναλυτική ικανότητα και απόφαση.
Η λέξη χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στη γραπτή μορφή, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή λογοτεχνικά κείμενα.
The perplexity of the problem left the students frustrated.
(Η περίπλοκη φύση του προβλήματος άφησε τους μαθητές απογοητευμένους.)
She looked at the perplexity in his eyes and realized he needed help.
(Κοίταξε την αμηχανία στα μάτια του και συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν βοήθεια.)
Η λέξη perplexity μπορεί να δείξει τις προκλήσεις που σχετίζονται με την κατανόηση ή την αντιμετώπιση καταστάσεων που δεν είναι σαφείς. Ως εκ τούτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"In a state of perplexity, he couldn't make a decision."
(Σε κατάσταση αμηχανίας, δεν μπορούσε να πάρει απόφαση.)
"The perplexity of the situation demanded quick thinking."
(Η περίπλοκη φύση της κατάστασης απαιτούσε γρήγορη σκέψη.)
"Caught in perplexity, she asked for advice."
(Πιασμένη σε σύγχυση, ζήτησε συμβουλές.)
Η λέξη perplexity προέρχεται από το λατινικό "perplexitas", που σημαίνει "σύγχυση" ή "περίπλοκο". Η ρίζα της λέξης είναι "perplexus", που σημαίνει "μπερδεμένος" ή "περίπλοκος".
Συνώνυμα - Confusion - Bewilderment - Uncertainty
Αντώνυμα - Clarity - Simplicity - Understanding