Personnel: Επίθετο
Certification: Ουσιαστικό
/pɜːrˈsɒnəl/ /ˌsɜːrtɪfɪˈkeɪʃən/
Personnel certification αναφέρεται στη διαδικασία πιστοποίησης των ικανών ή εξειδικευμένων ατόμων σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή επαγγελματική δραστηριότητα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά και βιομηχανικά πλαίσια, όπως για την απόκτηση πιστοποίησης σε διαφορετικούς τομείς, π.χ. υγειονομική περίθαλψη, τεχνολογία πληροφοριών, διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού κ.ά. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλότερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επαγγελματικές αναφορές, έντυπα πιστοποίησης και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Πολλές εταιρείες απαιτούν πιστοποίηση προσωπικού για τους υπαλλήλους τους προκειμένου να διασφαλίσουν τα πρότυπα ποιότητας.
The personnel certification process involves rigorous training and assessment.
Το "personnel certification" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες τυπικές φράσεις που σχετίζονται με αυτόν τον τομέα:
"Πέρασε την πιστοποίηση προσωπικού με άριστα."
"Getting personnel certification can open many doors for career advancement."
"Η απόκτηση πιστοποίησης προσωπικού μπορεί να ανοίξει πολλές πόρτες για επαγγελματική πρόοδο."
"He is currently pursuing personnel certification to improve his job prospects."
"Αυτή τη στιγμή επιδιώκει την πιστοποίηση προσωπικού για να βελτιώσει τις ευκαιρίες εργασίας του."
"The personnel certification requirements vary by industry."
"Οι απαιτήσεις για την πιστοποίηση προσωπικού διαφέρουν ανάμεσα στις βιομηχανίες."
"She has earned several personnel certifications over the years."