Το "petit larceny" είναι ουσιαστικό.
/pəˈti lɑːr.sə.ni/
Η φράση "petit larceny" αναφέρεται σε μια ήπια μορφή κλοπής που περιλαμβάνει την κλοπή αγαθών ή περιουσίας που αξίζουν λιγότερο από ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, το οποίο ποικίλλει ανάλογα με τη νομοθεσία της κάθε πολιτείας ή χώρας. Χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό πλαίσιο και σχετίζεται με εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας.
Η "petit larceny" είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως σε νομικό ή ακαδημαϊκό πλαίσιο.
Κατηγορήθηκε για μικρή κλοπή αφού έκλεψε μια σοκολάτα από το κατάστημα.
Petit larceny cases often involve items like clothing or small electronics.
Οι υποθέσεις μικρής κλοπής συχνά περιλαμβάνουν είδη όπως ρούχα ή μικρά ηλεκτρονικά.
The lawyer argued that the incident was merely petit larceny and not a felony.
Η φράση "petit larceny" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει κατάσταση ή γεγονότα που σχετίζονται με κλοπή σε μια πιο μη επίσημη γλώσσα.
Πιάστηκε να διαπράττει μικρή κλοπή και προσπάθησε γρήγορα να κρύψει τα κλεμμένα αντικείμενα.
Many see petit larceny as a sign of deeper social issues, like poverty.
Πολλοί βλέπουν τη μικρή κλοπή σαν ενδεικτικό πιο βαθιών κοινωνικών ζητημάτων, όπως η φτώχεια.
After committing petit larceny, the teenager learned a valuable lesson about consequences.
Ο όρος "petit larceny" προέρχεται από τα γαλλικά, όπου "petit" σημαίνει "μικρός" και "larceny" προέρχεται από το λατινικό "larcinus" που σημαίνει "κλοπή". Έτσι, ο όρος αναφέρεται σε κλοπή μικρής κλίμακας.
Συνώνυμα: - μικρή κλοπή - ήσυχη κλοπή
Αντώνυμα: - μεγάλη κλοπή - κακούργημα