Η φράση "petrol consumption" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈpɛtrəl kənˈsʌmpʃən/
Η φράση "petrol consumption" αναφέρεται στη χρήση ή κατανάλωση βενζίνης, συνήθως σε σχέση με οχήματα και συστήματα μεταφοράς. Χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα αλλά συχνά εμφανίζεται και σε επαγγελματικά ή τεχνικά κείμενα, όπως μελέτες σχετικά με την ενέργεια και την περιβαλλοντική πολιτική. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε φόρους και κείμενα που αφορούν την αυτοκίνηση και την ενέργεια.
The petrol consumption of this model is far lower than the previous one.
(Η κατανάλωση βενζίνης αυτού του μοντέλου είναι πολύ χαμηλότερη από την προηγούμενη.)
Reducing petrol consumption can significantly lower carbon emissions.
(Η μείωση της κατανάλωσης βενζίνης μπορεί να μειώσει σημαντικά τις εκπομπές άνθρακα.)
Η φράση "petrol consumption" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν πολλές σχετιζόμενες προτάσεις που εκφράζουν διαφορετικές πτυχές της κατανάλωσης ενέργειας:
The rise in petrol consumption has raised concerns about climate change.
(Η αύξηση της κατανάλωσης βενζίνης έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή.)
Many countries are implementing policies to curb petrol consumption.
(Πολλές χώρες εφαρμόζουν πολιτικές για να περιορίσουν την κατανάλωση βενζίνης.)
The government is encouraging electric vehicles to reduce petrol consumption.
(Η κυβέρνηση ενθαρρύνει τα ηλεκτρικά οχήματα για να μειώσει την κατανάλωση βενζίνης.)
Innovative technologies are emerging to optimize petrol consumption in vehicles.
(Καινοτόμες τεχνολογίες αναδύονται για να βελτιστοποιήσουν την κατανάλωση βενζίνης στα οχήματα.)
Η λέξη "petrol" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "pétrole", που σημαίνει "λάδι", και η λέξη "consumption" προέρχεται από το λατινικό "consumptio", που σημαίνει "κατανάλωση".
Συνώνυμα: - gas consumption (στις ΗΠΑ, περισσότερο κοινή) - fuel use
Αντώνυμα: - petrol efficiency - fuel saving