Petroleum είναι ουσιαστικό.
/pəˈtroʊliːəm/
Το petroleum αναφέρεται σε ένα φυσικό υγρό που αποτελείται από ένα μείγμα υδρογονανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων. Χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο και πρώτες ύλες για την παραγωγή διαφόρων χημικών προϊόντων. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, αλλά και στο προφορικό λόγο σχετικά με τη βιομηχανία και την ενέργεια.
Η ανακάλυψη του πετρελαίου άλλαξε την παγκόσμια οικονομία.
Many countries rely heavily on petroleum exports.
Πολλές χώρες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου.
The history of petroleum dates back thousands of years.
Με την λέξη "petroleum" δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη σύγχρονη Αγγλική γλώσσα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν κάποιες σχετικές φράσεις:
Η πετρελαιοκίνητη οικονομία μπορεί να είναι ευάλωτη στις διακυμάνσεις της αγοράς.
"Petroleum reserves"
Οι πετρελαϊκές резервες της χώρας αναμένεται να εξαντληθούν μέσα σε λίγες δεκαετίες.
"Petroleum industry"
Η λέξη "petroleum" προέρχεται από τα λατινικά "petra" που σημαίνει "πέτρα" και "oleum" που σημαίνει "έλαιο". Έτσι, μπορεί να ερμηνευτεί ως "έλαιο που προέρχεται από πέτρες".
Συνώνυμα: Oil, crude oil, fossil fuel.
Αντώνυμα: Water, renewable energy sources.