Petroleum-ether είναι ένα ουσιαστικό.
[pəˈtroʊliəm ˈiːθər]
Το petroleum-ether αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο διαλύτη, ο οποίος προέρχεται από το πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται συχνά στη χημεία για την εξαγωγή ή την απομόνωση ορισμένων ουσιών λόγω της ικανότητάς του να διαλύει οργανικές ενώσεις χωρίς να επηρεάζει τα πιο ασταθή ή ευαίσθητα συστατικά. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή βιομηχανικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο υψηλή σε γραπτό λόγο, όπως σε ερευνητικά άρθρα και ειδικές αναφορές.
Ο χημικός χρησιμοποίησε πετροχημικό έθρο για να διαχωρίσει τις ενώσεις στο μίγμα.
Petroleum-ether is a popular solvent in organic chemistry labs.
Το petroleum-ether δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς.
"Η διαδικασία εξαγωγής υποστηρίχθηκε από το πετροχημικό έθρο."
"Using petroleum-ether, she managed to isolate the desired compound."
"Χρησιμοποιώντας το πετροχημικό έθρο, κατάφερε να απομονώσει την επιθυμητή ένωση."
"Beware of the fumes when working with petroleum-ether."
Η λέξη petroleum προέρχεται από τα λατινικά "petra" (πέτρα) και "oleum" (λάδι), που αναφέρεται σε υγρά που προέρχονται από την εκχύλιση πετρωμάτων. Ο όρος ether προέρχεται από το ελληνικό "aithēr," που σημαίνει "αέρας" ή "αιθέρας," υποδεικνύοντας το ενοποιημένο χαρακτηριστικό των πτητικών διαλυτών.
Συνώνυμα: - Hydrocarbon solvent - Organic solvent
Αντώνυμα: - Water (ως ανόργανο διαλύτης) - Inert substance (ως στην αδράνεια, που αποτρέπει την αλληλεπίδραση με άλλες ενώσεις)