Ουσιαστικό
/ fəˈlændʒɪst /
Η λέξη "phalangist" αναφέρεται συνήθως σε μέλος της πολιτικής ή στρατιωτικής οργάνωσης που είναι γνωστή ως "Φαλαγγίτες". Αυτή η οργάνωση προήλθε από τον φασιστικό πολιτικό σχηματισμό στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1936-1939) και αργότερα στη Λιβανέζικη πολιτική σκηνή. Οι Φαλαγγίτες υποστήριζαν τις στρατιωτικές δράσεις που προήλθαν από την ισπανική φασιστική οργάνωση της Falange Española και οι απόψεις τους κλίνουν προς τον εθνικισμό, τον αυταρχισμό και τον ριζοσπαστισμό.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιστορικά ή πολιτικά κείμενα, και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία.
The phalangist group played a significant role during the Lebanese Civil War.
(Η φαλαγγίτικη ομάδα έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Λιβανέζικου Εμφυλίου Πολέμου.)
Many phalangists were involved in the protests against the government.
(Πολλοί φαλαγγίτες συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης.)
Η λέξη "phalangist" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένα πολιτικά και ιστορικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι κάποιες προτάσεις:
The phalangist ideology often influenced political decisions in Lebanon.
(Η φαλαγγίτικη ιδεολογία συχνά επηρέαζε τις πολιτικές αποφάσεις στο Λίβανο.)
In historical texts, phalangists are often depicted as staunch nationalists.
(Στα ιστορικά κείμενα, οι φαλαγγίτες συχνά απεικονίζονται ως σφοδροί εθνικιστές.)
The legacy of the phalangist movement continues to evoke strong emotions in the region.
(Η κληρονομιά του φαλαγγίτικου κινήματος συνεχίζει να προκαλεί ισχυρές συναισθηματικές αντιδράσεις στην περιοχή.)
Η λέξη "phalangist" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "phalangiste", η οποία με τη σειρά της αντλεί τις ρίζες της από τη λατινική "phalanx" που σημαίνει "σύγκλιση" ή "γραμμή μάχης", συνδυαζόμενη με την ελληνική "φάλαγξ" (φάλαγξ).
Συνώνυμα
- Εθνικιστής
- Φασίστας
Αντώνυμα
- Προοδευτικός
- Δημοκράτης