Pharyngeal cavity: ουσιαστικό
/fəˈrɪndʒiəl ˈkævəti/
Ο pharyngeal cavity αναφέρεται στην κοιλότητα του φάρυγγα, που είναι ο χώρος που εκτείνεται από τη βάση της γλωσσικής ρίζας μέχρι τη τραχεία και περιλαμβάνει τμήματα του αναπνευστικού και πεπτικού συστήματος. Είναι κεφαλαιώδες στη διαδικασία της κατάποσης και της αναπνοής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά κείμενα και στον ιατρικό τομέα.
Συχνότητα χρήσης: Υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ιατρικά κείμενα ή αναφορές, αλλά λιγότερο σε προφορικό λόγο.
Η φάρυγγος κοιλότητα παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατάποση.
Problems in the pharyngeal cavity can lead to choking.
Προβλήματα στην φάρυγγο κοιλότητα μπορούν να οδηγήσουν σε πνιγμό.
The examination of the pharyngeal cavity is essential for diagnosing throat conditions.
Ο όρος pharyngeal cavity δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένος με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε σχετικές ιατρικές φράσεις. Ορισμένες προτάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:
Ο γιατρός εξέτασε την φάρυγγο κοιλότητα για σημάδια μόλυνσης.
During sleep, the pharyngeal cavity can narrow, leading to snoring.
Κατά την διάρκεια του ύπνου, η φάρυγγος κοιλότητα μπορεί να στενέψει, οδηγώντας σε ροχαλητό.
A full assessment of the pharyngeal cavity is necessary for patients with swallowing difficulties.
Η λέξη pharyngeal προέρχεται από το λατινικό pharynx, που σημαίνει "φάρυγγας", και το ελληνικό pharynx. Η λέξη cavity προέρχεται από το λατινικό cavitas, που σημαίνει "κενό" ή "κοιλότητα".
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας είναι χρήσιμες!