Phenotype: ονομαστικό
/ˈfiː.nə.taɪp/
Ο όρος "phenotype" αναφέρεται στα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού, όπως το σχήμα, το χρώμα, οι φυσικές ιδιότητες και, γενικότερα, η φυσική του εμφάνιση. Η φαινοτυπική έκφραση συνδυάζει τις γενετικές πληροφορίες (γονότυπο) με περιβαλλοντικούς παράγοντες και είναι σημαντική στη γενετική και τη βιολογία για την κατανόηση διαφορετικών οργανισμών. Η χρήηση της λέξης είναι πιο συχνή σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο φαινότυπος των φυτών επηρεάστηκε από την ποσότητα ηλιακού φωτός που δέχτηκαν.
Scientists study the phenotype to understand how genes influence physical traits.
Οι επιστήμονες μελετούν τον φαινότυπο για να κατανοήσουν πώς οι γονίδια επηρεάζουν τα φυσικά χαρακτηριστικά.
Variations in phenotype can lead to different responses to environmental changes.
Αν και ο όρος "phenotype" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχει χώρος για ορισμένες επιστημονικές αναφορές και σχόλια:
Ο φαινότυπος είναι μια άμεση αντανάκλαση της γενετικής έκφρασης.
In some species, the phenotype is adaptive to their habitat.
Σε ορισμένα είδη, ο φαινότυπος είναι προσαρμοστικός στο φυσικό τους περιβάλλον.
Changes in phenotype can indicate environmental stress on the species.
Ο όρος προέρχεται από το γαλλικό "phénotype", που είναι σύνθετη λέξη από τις ελληνικές ρίζες "phaino" (φωτίζω, δείχνω) και "typos" (τύπος, μορφή). Η ετυμολογία υποδεικνύει τη σύνδεση ανάμεσα στα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά και τη γενετική βάση τους.
Συνώνυμα: - Trait (χαρακτηριστικό) - Characteristic (χαρακτηριστικό)
Αντώνυμα: - Genotype (γονότυπος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα για τον όρο "phenotype" και τη χρήση του στις επιστημονικές γλώσσες και συζητήσεις.