Φράση: "phenotypic flexibility"
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /ˌfiːnəʊˈtɪpɪk flɛkˈsɪbɪlɪti/
Η "phenotypic flexibility" αναφέρεται στη ικανότητα ενός οργανισμού να αλλάζει το φαινότυπό του ως απάντηση σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Αυτό περιλαμβάνει φυσιολογικές, ανατομικές και συμπεριφορικές αλλαγές που επιτρέπουν στον οργανισμό να προσαρμοστεί και να επιβιώσει σε ποικιλία συνθηκών. Η έννοια χρησιμοποιείται ευρέως στη βιολογία και την οικολογία, ιδιαίτερα σε μελέτες για την προσαρμογή των ειδών σε μεταβαλλόμενοι παράγοντες.
Χρησιμότητα: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις μεταξύ ειδικών.
The phenotypic flexibility of an animal can determine its survival in changing conditions.
Η μελέτη της φαινοτυπικής ευελιξίας μπορεί να προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τις προσαρμογές των ειδών.
Studying phenotypic flexibility can provide valuable insights into the adaptations of species.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η φαινοτυπική ευελιξία είναι κρίσιμη για τη βιωσιμότητα στα άγρια θηλαστικά.
Η φράση "phenotypic flexibility" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με πολλές έννοιες που επηρεάζουν την προσαρμογή και την επιβίωση. Παρακάτω φαίνονται κάποιες προτάσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της ευελιξίας και της προσαρμογής:
The organism's ability to adapt through phenotypic flexibility is crucial.
Οι αλλαγές στο περιβάλλον απαιτούν φαινοτυπική ευελιξία από τα είδη.
Changes in the environment require phenotypic flexibility from species.
Η φαινοτυπική ευελιξία επιτρέπει στους οργανισμούς να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η λέξη "phenotypic" προέρχεται από το ελληνικό "φαινόμενον" (phainomenon, "φαινόμενο") και το "τύπος" (typos, "τύπος" ή "μορφή"). Η "ευελιξία" προέρχεται από την λατινική λέξη "flexibilis", που σημαίνει "ικανός να κάμπτεται".