Phentolamine
είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /fɛnˈtoʊləˌmiːn/
Η μετάφραση της λέξης στα Ελληνικά είναι: - Φεντολαμίνη
Η φεντολαμίνη είναι ένα μη εκλεκτικό ανταγωνιστή άλφα-αδρενοϋποδοχέων που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της φαιοχρωμοκυττώματος και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να μειώσει την υπέρταση σε επείγουσες καταστάσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και φαρμακευτικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιατρικά κείμενα (γραπτό λόγο) παρά στον προφορικό λόγο.
The doctor prescribed phentolamine to help manage the patient's hypertension.
Ο γιατρός συνταγογράφησε φεντολαμίνη για να βοηθήσει στη διαχείριση της υπέρτασης του ασθενούς.
Phentolamine can be effective in treating symptoms of migraine.
Η φεντολαμίνη μπορεί να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία των συμπτωμάτων της ημικρανίας.
Η λέξη phentolamine
δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετίζεται με ιατρικούς και επιστημονικούς όρους.
Το "phentolamine" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "phenyl" (φαινυλικό) και "tol" που σχετίζεται με το "to" (διορθωτικό πρόθεμα), και τον ελληνικό όρο "amine" (αμίνη), που αναφέρεται στην οργανική χημεία.
Συνώνυμα: - None (αντίστοιχα φαρμακευτικά προϊόντα ή άλλοι τύποι αδρενολιτικών φαρμάκων μπορεί να θεωρηθούν ως συνώνυμες επιλογές, αλλά δεν έχουν ακριβώς την ίδια λειτουργία).
Αντώνυμα: - Αδρεναλίνη (συνδέεται με την αύξηση της αρτηριακής πίεσης αντί της μείωσης).
Αυτές οι πληροφορίες αναλύουν τη φεντολαμίνη σε βάθος, καλύπτοντας όλους τους αναγκαίους τομείς σύμφωνα με την ανθρώπινη γλώσσα και τη χρήση της ιατρικής ορολογίας.