Philanderer είναι ουσιαστικό.
/fɪˈlændəɹər/
Ο όρος philanderer αναφέρεται συχνά σε κάποιον άντρα που έχει πολλές ρομαντικές ή ερωτικές σχέσεις, αλλά χωρίς σοβαρές προθέσεις ή δέσμευση. Χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει εραστή που εξαπατά τον/τη σύζυγο ή τον/τη σύντροφο.
Είναι μια λέξη που συναντάται πιο συχνά στο γραπτό λόγο, όπως σε λογοτεχνία και άρθρα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
"Είναι γνωστός ως φιλίνας, έχοντας απατήσει αρκετούς συντρόφους."
"The novel depicts the life of a philanderer and the consequences of his actions."
"Το μυθιστόρημα απεικονίζει τη ζωή ενός φιλίνα και τις συνέπειες των πράξεών του."
"Her friend warned her not to date him because he was a notorious philanderer."
Ο όρος "philanderer" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που αναλύουν σχέσεις και απιστία:
"Ο φιλίνας πιάστηκε στα πράσα με μια άλλη γυναίκα."
"Everyone in town knew he was a philanderer; his reputation preceded him."
"Όλοι στην πόλη ήξεραν ότι ήταν φιλίνας; η φήμη του τον πρόβαλε."
"Being a philanderer can lead to heartbreak for many innocent people."
"Το να είσαι φιλίνας μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματικούς πόνους για πολλούς αθώους."
"She realized too late that he was just a charming philanderer with no intention of commitment."
"Κατάλαβε πολύ αργά ότι ήταν απλώς ένας γοητευτικός φιλίνας χωρίς καμία πρόθεση δέσμευσης."
"A philanderer often thinks he can have his cake and eat it too."
Η λέξη philanderer προέρχεται από το γαλλικό "philander", που σημαίνει «να αγαπώ ή να ερωτεύομαι». Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα.
Συνώνυμα: - Ροντέρος - Ιδιοτελής εραστής
Αντώνυμα: - Πιστός - Αφοσιωμένος σύντροφος