phlebectomy: ουσιαστικό
/ˌflɛbˈɛk.tə.mi/
Η φλεβεκτομή αναφέρεται σε μία χειρουργική διαδικασία κατά την οποία αφαιρούνται μία ή περισσότερες φλέβες. Αυτή η διαδικασία συχνά πραγματοποιείται σε ασθενείς με προβλήματα όπως οι κιρσοί. Η φλεβεκτομή μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με ανοικτή χειρουργική επέμβαση είτε με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, όπως η σκληροθεραπεία.
Η λέξη "phlebectomy" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα. Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο.
The patient underwent phlebectomy to remove the varicose veins.
Ο ασθενής υπεβλήθη σε φλεβεκτομή για να αφαιρέσει τις κιρσώδεις φλέβες.
Phlebectomy can be performed under local anesthesia.
Η φλεβεκτομή μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό τοπική αναισθησία.
After the phlebectomy, the patient's recovery was swift.
Μετά τη φλεβεκτομή, η ανάρρωση του ασθενούς ήταν ταχεία.
Η λέξη "phlebectomy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που σχετίζονται με τις θεραπευτικές διαδικασίες και τις σχετικές καταστάσεις:
"A new approach in phlebectomy techniques has revolutionized the treatment of varicose veins."
"Μια νέα προοπτική στις τεχνικές φλεβεκτομής έχει επαναστατήσει τη θεραπεία των κιρσών."
"Doctors recommend phlebectomy as a reliable method for treating severe venous insufficiency."
"Οι γιατροί προτείνουν τη φλεβεκτομή ως αξιόπιστη μέθοδο για τη θεραπεία σοβαρής φλεβικής ανεπάρκειας."
"Many patients experience significant relief after undergoing phlebectomy."
"Πολλοί ασθενείς βιώνουν σημαντική ανακούφιση μετά την εκτέλεση φλεβεκτομής."
Η λέξη "phlebectomy" προέρχεται από τα ελληνικά "φλέβα" (phlebē), που σημαίνει "φλέβα," και "εκτομή" (ektomē), που σημαίνει "αφαίρεση." Η σύνθεση αυτών των δύο στοιχείων υποδηλώνει την αφαίρεση μίας φλέβας.
Συνώνυμα: - vein removal - venectomy
Αντώνυμα: - venous preservation - vein graft