Phonation είναι ουσιαστικό.
/fəˈneɪʃən/
Η λέξη phonation αναφέρεται στη διαδικασία παραγωγής ήχων μέσω της φωνητικής οδού, κυρίως κατά την ομιλία. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει τη χρήση των φωνητικών χορδών και της ανατομίας του λαιμού για την παραγωγή ήχων που σχηματίζουν τη γλώσσα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και φωνολογικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο και επαγγελματικά πλαίσια, όπως η φωνητική επιστήμη και η λογοθεραπεία.
Η μελέτη της φωνοποίησης είναι κρίσιμη για την κατανόηση της φωνητικής υγείας.
Proper phonation technique can improve a singer's performance.
Η σωστή τεχνική φωνοποίησης μπορεί να βελτιώσει την απόδοση ενός τραγουδιστή.
Speech therapists often address issues related to phonation.
Η λέξη phonation δεν χρησιμοποιείται συχνά σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με διαφορετικές φράσεις στην επιστημονική και επαγγελματική γλώσσα:
Η ποιότητα της φωνοποίησης επηρεάζει τη συνολική φωνητική απόδοση.
Advanced techniques in phonation can help prevent vocal damage.
Προχωρημένες τεχνικές στη φωνοποίηση μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη φωνητικής ζημίας.
Understanding the mechanics of phonation is essential for voice training.
Η κατανόηση της μηχανικής της φωνοποίησης είναι απαραίτητη για την εκπαίδευση της φωνής.
Issues related to phonation can be indicative of underlying health problems.
Η λέξη phonation προέρχεται από το ελληνικό "φωνή" (phone), που σημαίνει ήχος ή φωνή, και το λατινικό επίθημα "-ation," που υποδηλώνει τη διαδικασία ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Voice production - Vocalization
Αντώνυμα: - Silence - Inaudibility