Ο όρος "phone cable" χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /foʊn ˈkeɪbəl/
Ο όρος "phone cable" αναφέρεται σε ένα καλώδιο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τηλεφώνων με άλλες συσκευές ή το τηλέφωνο με το δίκτυο τηλεφωνίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά και προφορικά κείμενα, κυρίως σε τεχνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του μπορεί να κυμαίνεται, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την τεχνολογία και τις τηλεπικοινωνίες.
"I need to buy a new phone cable for my landline."
Μετάφραση: "Χρειάζομαι να αγοράσω ένα νέο καλώδιο τηλεφώνου για τη σταθερή τηλεφωνία μου."
"The phone cable is tangled behind the desk."
Μετάφραση: "Το καλώδιο τηλεφώνου είναι μπλεγμένο πίσω από το γραφείο."
"Make sure the phone cable is securely connected."
Μετάφραση: "Βεβαιώσου ότι το καλώδιο τηλεφώνου είναι σωστά συνδεδεμένο."
Ο όρος "phone cable" δεν είναι κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με την έννοια της συνδεσιμότητας και της επικοινωνίας. Μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της "επικοινωνίας" είναι:
"We're on the same wavelength."
Μετάφραση: "Είμαστε στην ίδια συχνότητα." (σημαίνει ότι κατανοούμε ο ένας τον άλλο καλά)
"He dropped a line to let me know."
Μετάφραση: "Έριξε μια γραμμή για να με ενημερώσει." (σημαίνει ότι τονισε μια σύντομη επικοινωνία)
"It's not connected."
Μετάφραση: "Δεν είναι συνδεδεμένο." (σημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας ή σύνδεσης)
Ο όρος "phone" προέρχεται από το ελληνικό "φώνη" (φωνή), ενώ "cable" προέρχεται από το λατινικό "capulum", που σημαίνει "σχοινί" ή "αγκάθι".
Συνώνυμα: - τηλεφωνικό καλώδιο - καλώδιο σύνδεσης τηλεφώνου
Αντώνυμα: - ασύρματη σύνδεση - χωρίς καλώδιο
Με αυτές τις πληροφορίες μπορείτε να κατανοήσετε καλύτερα τον όρο "phone cable" και τη χρήση του στην αγγλική γλώσσα.