Phosphate είναι ουσιαστικό.
/ˈfoʊs.feɪt/
Η λέξη "phosphate" αναφέρεται σε ένα άλας ή εστέρα του φωσφόρου με χημικό τύπο PO₄³⁻. Στη χημεία, είναι ουσιώδης για τη ζωή, καθώς εμπλέκεται στην παραγωγή ενέργειας στα κύτταρα (ADP και ATP). Χρησιμοποιείται ευρέως σε βιολογία, γεωργία (ως λιπάσματα) και χημική βιομηχανία. Η επίπτωση της λέξης "phosphate" παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι συχνότερη σε τεχνικά κείμενα.
Η εξέταση του εδάφους αποκάλυψε υψηλή συγκέντρωση φωσφορικού.
Phosphate is essential for plant growth.
Το φωσφορικό είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη των φυτών.
Many fertilizers contain phosphate to promote crop yield.
Η λέξη "phosphate" δεν συνδέεται ευρέως με ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες προτάσεις στις οποίες μπορεί να εμφανίζεται:
"Τα επίπεδα φωσφορικού σε υδάτινες λεκάνες μπορούν να υποδείξουν ρύπανση."
"Adding phosphate to the soil can significantly boost its fertility."
"Η προσθήκη φωσφορικού στο έδαφος μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την γονιμότητά του."
"Phosphate mining has both economic benefits and environmental concerns."
Η λέξη "phosphate" προέρχεται από το γαλλικό "phosphate", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ελληνικό "φωσφορικός" (phosphoros), που σημαίνει "φωσφόρος" και σχετίζεται με την ιδιότητα της φωτεινότητας.
Συνώνυμα: - φωσφορικό άλας - φωσφορική ένωση
Αντώνυμα: - Όσον αφορά ακριβή αντώνυμα, δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για "phosphate", καθώς είναι συγκεκριμένος χημικός όρος. Ωστόσο, σε ένα πιο ευρύ πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για "γεωργικά εφόδια χωρίς φωσφορικά".