"Phosphoryl choline" είναι ένα ουσιαστικό.
/fɒsfəˌrɪl ˈkoʊˌlin/
Η "phosphoryl choline" αναφέρεται σε ένα βιοχημικό μόριο που περιλαμβάνει χολίνη, μία βασική οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία των αλκοολών, και είναι βασικό συστατικό για τη σύνθεση φωσφατιδίων, όπως το φωσφατιδυλοχολίνη, που είναι σημαντικά για την κυτταρική μεμβράνη. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία και στη βιοχημεία, με συχνότητα χρήσης που είναι υψηλότερη σε γραπτό πλαίσιο, όπως επιστημονικές μελέτες και δημοσιεύσεις.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στον ρόλο της φωσφορικής χολίνης στην ακεραιότητα της κυτταρικής μεμβράνης.
Researchers discovered that phosphoryl choline plays a key role in lipid metabolism.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η φωσφορική χολίνη παίζει βασικό ρόλο στην μεταβολισμό των λιπιδίων.
In the presence of phosphoryl choline, the reactions proceeded more efficiently.
Η "phosphoryl choline" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά συμφραζόμενα που περιγράφουν διαδικασίες ή συνέπειες:
"Η κατανόηση του πώς αλληλεπιδρά η φωσφορική χολίνη με άλλα μόρια είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη φαρμάκων."
"The impact of phosphoryl choline on neural signaling has been extensively studied."
"Η επίδραση της φωσφορικής χολίνης στη νευρική σήμανση έχει μελετηθεί εκτενώς."
"Phosphoryl choline is a pivotal component in lipid bilayers."
Ο όρος "phosphoryl" προέρχεται από τη λέξη "phosphate" (φωσφορικό) και προσδιορίζει τη σύνθεση της ομάδας φωσφορικών, ενώ η "choline" προέρχεται από το ελληνικό "chole" που σημαίνει "χολή", δείχνοντας τη σύνδεσή της με τη χολίνη.
Συνώνυμα: - Φωσφατίδιο χολίνης - Φωσφορυλιωμένη χολίνη
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η "phosphoryl choline" είναι μια συγκεκριμένη βιοχημική ένωση χωρίς αντίκτυπο άλλων ενώσεων.