Ο όρος "photosensitivity disease" συνδυάζει δύο ουσιαστικά: "photosensitivity" και "disease".
/ˌfoʊtəʊˈsɪn.sɪ.t̬ɪ.vi ˈdɪ.ziːz/
Η "photosensitivity disease" αναφέρεται σε ιατρικές καταστάσεις ή ασθένειες κατά τις οποίες ο οργανισμός είναι ευαίσθητος στο φως, κυρίως στο ηλιακό φως ή σε τεχνητές πηγές φωτός. Αυτές οι ασθένειες μπορούν να προκαλέσουν δερματικά εξανθήματα ή άλλες αντιδράσεις όταν το δέρμα εκτίθεται στο φως. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι πιο συνήθης σε ιατρικά κείμενα και αναφορές, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο από επαγγελματίες υγείας.
Πολλοί ασθενείς με νόσο φωτοευαισθησίας πρέπει να αποφεύγουν την άμεση έκθεση στον ήλιο.
"Photosensitivity disease can severely impact a person's quality of life."
Η νόσος φωτοευαισθησίας μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την ποιότητα ζωής ενός ατόμου.
"Patients suffering from photosensitivity disease often require special clothing."
Η ζωή με νόσο φωτοευαισθησίας απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό για τις υπαίθριες δραστηριότητες.
"Photosensitivity disease can throw a wrench in your summer plans."
Η νόσος φωτοευαισθησίας μπορεί να βάλει εμπόδιο στα καλοκαιρινά σας σχέδια.
"Those with photosensitivity disease often have to tread lightly in sunny environments."
Αυτοί που έχουν νόσο φωτοευαισθησίας συχνά πρέπει να προχωρούν προσεκτικά σε ηλιόλουστα περιβάλλοντα.
"It's no walk in the park for those with photosensitivity disease."
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια εκτενή κατανόηση της έννοιας της "photosensitivity disease" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.