Physical body: Ουσιαστικό (Noun Phrase)
[ˈfɪzɪkəl ˈbɔdi]
Physical body αναφέρεται στο υλικό και ορατό κομμάτι ενός οργανισμού, δηλαδή το σώμα που οι άνθρωποι και τα ζώα χρησιμοποιούν για να αλληλεπιδρούν με τον κόσμο γύρω τους. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά σε διάφορους τομείς, όπως η βιολογία, η ιατρική και η φιλοσοφία, προκειμένου να διαχωρίσουν τη φυσική ύλη από άλλες έννοιες, όπως το πνεύμα ή η ψυχή.
Η χρήση της φράσης είναι συχνή στην προφορική και γραπτή γλώσσα, με ελαφρώς πιο συχνή την εμφάνιση της σε επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα.
Το φυσικό σώμα απαιτεί τροφή για να λειτουργεί σωστά.
Many cultures believe in the separation of the physical body and the spirit.
Πολλοί πολιτισμοί πιστεύουν στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του φυσικού σώματος και του πνεύματος.
Exercise is essential for maintaining a healthy physical body.
Συχνά χρησιμοποιούμε τη φράση "physical body" σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Το πρόγραμμα εκπαίδευσης επικεντρώνεται στο πώς να βελτιώσει την απόδοση στο φυσικό σώμα.
"Mind over physical body"
Πιστεύει ότι η δύναμη του μυαλού πάνω από το φυσικό σώμα μπορεί να σας βοηθήσει να ξεπεράσετε δύσκολες προκλήσεις.
"The limitations of the physical body"
Η διερεύνηση των περιορισμών του φυσικού σώματος μπορεί να οδηγήσει σε ανακαλύψεις στην ιατρική.
"Connection between mind and physical body"
Η λέξη "physical" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "physikos" (φυσικός) που σχετίζεται με τη φύση, και η λέξη "body" προέρχεται από τη γερμανική ρίζα "bod-, bodhi-" που σημαίνει σώμα. Η ένωση τους σχηματίζει μια έννοια που σχετίζεται με την υλική υπόσταση των οργανισμών.
Συνώνυμα:
- Corporeal body
- Material body
Αντώνυμα:
- Spirit
- Soul
- Mind (σε φιλοσοφικό πλαίσιο)
Αυτή είναι η συνολική ανάλυση της φράσης "physical body".