physiological age - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

physiological age (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "physiological age" είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˌfɪziəˈlɒdʒɪkəl eɪdʒ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

O όρος "physiological age" αναφέρεται στην ηλικία ενός ατόμου που προσδιορίζεται με βάση τη φυσιολογική του κατάσταση και τη λειτουργία του σώματος, δίνοντας έτσι μια διαφορετική οπτική από την πραγματική χρονολογική ηλικία. Η φυσιολογική ηλικία μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης της υγείας ή της φυσικής κατάστασης ενός ατόμου και μπορεί να χρησιμοποιείται σε επιστημονικές και ιατρικές μελέτες.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η χρήση του όρου είναι συνήθως πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα. Αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο, η συχνότητά του είναι χαμηλότερη.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. His physiological age was determined through various health assessments.
    Η φυσιολογική ηλικία του καθορίστηκε μέσω διαφόρων αξιολογήσεων υγείας.

  2. The study revealed that her physiological age was 10 years younger than her chronological age.
    Η μελέτη αποκάλυψε ότι η φυσιολογική ηλικία της ήταν 10 χρόνια νεότερη από την χρονολογική της ηλικία.

  3. It's essential to consider your physiological age when planning an exercise routine.
    Είναι σημαντικό να λάβετε υπόψη σας την φυσιολογική ηλικία σας όταν σχεδιάζετε μια ρουτίνα άσκησης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Παρόλο που ο όρος "physiological age" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί σε διάφορα συμφραζόμενα:

  1. "Understanding your physiological age can provide insight into your overall health."
    "Η κατανόηση της φυσιολογικής ηλικίας σας μπορεί να προσφέρει γνώση για τη συνολική σας υγεία."

  2. "Fitness programs often target your physiological age to optimize performance."
    "Τα προγράμματα γυμναστικής συχνά στοχεύουν στην φυσιολογική ηλικία σας για να βελτιστοποιήσουν την απόδοση."

  3. "Doctors frequently assess physiological age when recommending treatments."
    "Οι γιατροί συχνά αξιολογούν την φυσιολογική ηλικία όταν προτείνουν θεραπείες."

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος προέρχεται από τις λατινικές λέξεις "physiologia" (φυσιολογία), που δείχνει τη μελέτη των φυσικών φαινομένων, και "age" (ηλικία), που σημαίνει την περίοδο ύπαρξης ενός ατόμου ή μιας οντότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Biological age (βιολογική ηλικία) - Functional age (λειτουργική ηλικία)

Αντώνυμα: - Chronological age (χρονολογική ηλικία) - Actual age (πραγματική ηλικία)



25-07-2024