Phytochrome: ουσιαστικό
/ˈfaɪtəʊkrɒm/
Το phytochrome είναι μια πρωτεΐνη που λειτουργεί ως φωτοϋποδοχέας στα φυτά. Παίζει ζωτικό ρόλο στη ρυθμιση της φωτοπερίδοσης και των διαδικασιών ανάπτυξης, όπως η βλάστηση, η διάταξη των φύλλων και η ανθοφορία. Η χρήση του στην αγγλική γλώσσα είναι συχνή σε επιστημονικά κείμενα και συζητήσεις σχετικά με τη βιολογία των φυτών, την γενετική και την οικολογία. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο.
"Phytochrome is crucial for plants to sense light."
"Ο φυτοχρωματιστής είναι κρίσιμος για να αντιλαμβάνονται τα φυτά το φως."
"The study of phytochrome has significant implications for agriculture."
"Η μελέτη του φυτοχρωματιστή έχει σημαντικές επιπτώσεις στη γεωργία."
"Researchers are investigating how phytochrome affects plant growth."
"Οι ερευνητές εξετάζουν πώς ο φυτοχρωματιστής επηρεάζει την ανάπτυξη των φυτών."
Το phytochrome δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά τείνει να μην συνδυάζεται σε κοινές φράσεις. Περαιτέρω μελέτες και έρευνες συνεχίζουν να αναδεικνύουν τη σημασία του στον τομέα της γεωργίας και της βιολογίας.
"Understanding phytochrome can help in developing crops that thrive in low light."
"Η κατανόηση του φυτοχρωματιστή μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη καλλιεργειών που αναπτύσσονται σε χαμηλό φως."
"Scientists are exploring the role of phytochrome in plant adaptation to changing environments."
"Οι επιστήμονες εξετάζουν το ρόλο του φυτοχρωματιστή στην προσαρμογή των φυτών στις μεταβαλλόμενες περιβάλλουσες."
"Advancements in our understanding of phytochrome lead to better agricultural practices."
"Η πρόοδος στην κατανόησή μας για τον φυτοχρωματιστή οδηγεί σε καλύτερες γεωργικές πρακτικές."
Η λέξη phytochrome προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "phyto-" που σημαίνει "φυτό" και "chrome" που σημαίνει "χρώμα". Έτσι, υποδηλώνει τη λειτουργία του να "αντιλαμβάνεται" ή να "αντιδρά" στο φως.
Συνώνυμα: - φωτοϋποδοχέας - χρωματοφύτης
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι όροι για το phytochrome, καθώς είναι ένας συγκεκριμένος επιστημονικός όρος που περιγράφει μια φυσιολογική διεργασία στα φυτά.