Επίθετο
/pɪkəˈjun/
Η λέξη "picayune" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ασήμαντο, χωρίς αξία ή μικρής σημασίας. Στα Αγγλικά, η χρήση της είναι λιγότερο συχνή, ιδιαίτερα στον προφορικό λόγο σε σύγκριση με το γραπτό λόγο. Είναι μια λέξη που συχνά εμφανίζεται σε λογοτεχνικά ή πιο επίσημα κείμενα.
Οι ασήμαντες λεπτομέρειες της αναφοράς αγνοήθηκαν από όλους.
He was concerned about picayune matters when larger issues needed attention.
Η λέξη "picayune" συχνά δεν εμφανίζεται σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει τη σημασία της ασημαντότητας σε διάφορες φράσεις. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
Μην αγχώνεσαι για τα ασήμαντα πράγματα.
They focused on picayune matters instead of the bigger picture.
Επικεντρώθηκαν σε αμελητέα ζητήματα αντί να δουν τη μεγάλη εικόνα.
His arguments were picayune and lacked substance.
Τα επιχειρήματά του ήταν ασήμαντα και έλλειπαν ουσίας.
It’s picayune to worry about such trivial things.
Η λέξη "picayune" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "picaillons", που σημαίνει μικρό νόμισμα, και συνδέεται με την έννοια της μικρής αξίας.
Συνώνυμα: - insignificant (ασήμαντος) - trivial (ασήμαντος) - petty (μικρός)
Αντώνυμα: - significant (σημαντικός) - substantial (ουσιαστικός) - momentous (ιστορικός)