noun phrase (φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό).
/pɪk ʌp ˈvæljuː/
Η φράση "pick-up value" αναφέρεται στην αξία ενός αντικειμένου ή ενός περιουσιακού στοιχείου όταν αυτό αποκτάται ή επιλέγεται από κάποιον. Συχνά χρησιμοποιείται στον επιχειρηματικό τομέα για να περιγράψει την αξία που μπορεί να έχει ένα προϊόν ή υπηρεσία όταν μεταφέρεται ή όταν επιλέγεται από τους καταναλωτές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να διατυπωθεί και στον προφορικό λόγο.
Η αξία αγοράς των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων έχει αυξηθεί φέτος.
Many consumers are considering the pick-up value when choosing electronics.
Η φράση "pick-up value" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν σχετικές φράσεις που αφορούν την οικονομία και την αξία:
Η αξία αναγνώρισης των ακινήτων μπορεί να κυμαίνεται σημαντικά ανάλογα με τις τάσεις της αγοράς.
"Investors often look at the pick-up value before making decisions."
Οι επενδυτές συνήθως εξετάζουν την αξία αγοράς πριν πάρουν αποφάσεις.
"In retail, the pick-up value of seasonal products can greatly impact sales."
Ο όρος "pick-up" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "pick" σημαίνει επιλέγω ή μαζεύω, και "up" προσθέτει την έννοια της ανάληψης ή απόκτησης. Η λέξη "value" προέρχεται από το λατινικό "valor", που σημαίνει αξία ή δύναμη.
Συνώνυμα: - αναγνωρίσιμη αξία - αξία αγοράς
Αντώνυμα: - απαξίωση - μη αξία
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της φράσης "pick-up value". Αν έχετε περισσότερες ερωτήσεις ή χρειάζεστε πρόσθετες πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!